United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι να κάμη ως τόσο, τόρριξε στο κρασί, κ' έτσι σα να μούδιασε η ματωμένη καρδιά του. Ο Δημήτρης ως τόσο σηκώθηκε νάβγη όξω. — Για πού; ρωτούν οι άντρες. — Να δούμε και τι χαμπάρια οι Τούρκοι. — Μα δεν είπαμε να μη δείξουμε πόλεμο; — Κι α δείξουν αυτοί; Κάποιος μας πρέπει να πάη και να δη το τι σκοπούς έχουν. Πηγαίνω εγώ.

Ξέρω μόνο να βλέπω ξάστερα, και να μη γεμίζω την κοιλιά μου με αέρα κοπανιστό. — Αέρας είν' αυτό, βρε κούκο! εφώναξεν ο Δημήτρης, και εξέτεινε βιαίως την χείρα μέχρι της ρινός του προλαλήσαντος, σφίγγων δι αυτής τα καταπεπονημένα μου μέλη. — Δεν είν αέρας, πουλάκι μου, μα, είνε χαρτί, που είνε το ίδιο!

Αλλ' από της θυρίδος εκείνης, πλην του δροσερού αέρος, εισέβαλεν απρόσκλητος ξένος και η φαιδρά αντήχησις του μπουζουκιού του κυρ Δημήτρη. — Νά τα! είπεν ο χρηματιστής, εξακολουθών την ανάγνωσιν του· άρχισαν πάλιν οι αντικρυνοί μας τα συνειθισμένα. Ξεύρεις, Ερμιόνη, ότι κατήντησεν ανυπόφορος αυτός ο κυρ Δημήτρης με το κοπάδι του; — Διατί οι καϋμένοι; ηρώτησε μετ' αγαθότητος η κυρία.

Ο μικρός ναύτης ο Τσάτσος είχεν έλθει έως την θύραν, και ίστατο θεωρών μακρόθεν την τελετήν του κολυμβήματος. Ο γείτων ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτεξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανή εις την οικίαν από πέρυσιν, από την ημέραν του γάμου.

Η οικοδέσποινα έστρωσεν εν μέσω την βραχύποδα τράπεζαν του δείπνου, τον σ ο φ ρ ά ν, και ανήψε παρ' αυτώ κλαυθμηρίζοντα λύχνον. Ο κυρ Δημήτρης εκάθισε χαμαί σταυροποδητί, και σταυρώσας διά του μαχαιρίου του τον άρτον έκοψε και διένειμε. — Δόξα σοι ο Θεός, γυναίκα, είπε σταυροκοπούμενος, η βδομάδα πήγε καλά. Βγάλαμε τριάντα δραχμαίς. Υγεία νάχωμε, και οξωνού! Η φτώχια θέλει καλοπέραση!

Αλλ' ωχρότης επεχύθη επί του προσώπου του, οι οδόντες του ήρχισαν να συγκρούονται και το τάσι έπεσε των χειρών του. Ο Δημήτρης ανεγνώρισεν ευθύς τον ζωέμπορον, τον κύριον των τριακοσίων δραχμών και αίτιον όλων των δυστυχιών του. Τα παθήματά του μετ' αστραπιαίας ταχύτητος, το έν μετά το άλλο, ήλθον όλα και παρεστάθησαν προ της φαντασίας του με όλην την φοβεράν όψιν των.

Εμείς δεν μπορούμε να τον διώξωμε. — Να τον διώξωμε όχι· ο Θεός να μας φυλάη μονάχα. . . . Ο Δημήτρης τα ήκουεν όλα κ' εφρικία από κεφαλής μέχρι ποδών. Καθ' όλην την νύκτα δεν ημπόρεσε να κλείση μάτι. Και την πρωίαν ευρέθη μ' ένα πυρετόν τόσο σφοδρόν ώστε αν και ήθελε ν' απέλθη της καλύβας ευθύς, πριν ίδη εκδηλουμένην την δυσαρέσκειαν των φίλων του, δεν ηδυνήθη να κινηθή της στρωμνής του.

Οπίσω ήρχοντο αι γυναίκες πεζή φέρουσαι τα οψώνια και από των ώμων της νάκες με τα παιδία των αι περισσοτέραι. Ο Δημήτρης μόλις είδε τον Νάσον και την Μπήλιω ητένισεν αυτούς εις το πρόσωπον δειλά ως ένοχος τον δικαστήν του. Τα πρόσωπα και των δύο ήσαν αίθρια, διεκρίνετο όμως επ' αυτών τύπος τις αόριστος πικρίας και δυσαρεσκείας. — Καλά μ' έτρωγαν τα φίδια· εσκέφθη.

Ο Δημήτρης, επειδή απεκηρύσσετο παρά των ανθρώπων και κατετρύχετο παρά της εκκλησίας, ήρχισε σιγά σιγά ν' αναπτύσση και αυτός εν τη καρδία του μίσος καθ' όλων. Εν τη αλλοφροσύνη και τη μηδαμινότητί του, εθλίβετο ακόμη και διά την ανάστασιν του Ιησού, αφού αυτός ούτε ανάστασιν, όπως όλοι οι χριστιανοί, ούτε θάνατον καλά καλά ήλπιζεν.

Η εκκλησία, της οποίας είνε εφεύρημα, εθέσπισε την ισχύν του και πέραν του τάφου, ώρισε την ενέργειάν του εντός του κάτω κόσμου ακόμη, υπό το βλέμμα του Θεού. Ο Δημήτρης, ημέραν με την ημέραν, έβλεπε καταφανέστερον την περιφρόνησιν των συγχωρικών του, την οργήν των· ήκουε τους πικρούς λόγους και τους χλευασμούς των κ' επικραίνετο.