Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Ο ζωέμπορος έκυψε να λάβη τον Δημήτρην εις τας αγκάλας και τον θέση επί του ίππου· αλλά την ιδίαν στιγμήν σπασμός ισχυρός εκλόνησε το σώμα του αρρώστου και τον αφήκε νεκρόν. Ο Δημήτρης Νουλάς εξεψύχησεν αφού συνεφιλιώθη με τον τάφον. — Μπρε το διάτανο τ' έπιασε κ' έκαμε!. . .
Όταν περί οψίαν δείλην έφθασε τέλος με την βάρκαν του ο Δημήτρης ο Φτελιός, ο πορθμεύς τον οποίον είχε συμφωνήσει ο πραγματευτής, οι τέσσαρες λεμβούχοι είχαν γίνει προ πολλού άφαντοι.
— Να χαθή, ο αφωρισμένος, που θέλει λεφτά! είπον μετά θυμού. Η ανάγκη τον έκαμε μίαν ημέραν και απεφάσισε να εξέλθη εις την αγοράν και ζητήση εργασίαν. Ήτο μεγάλη έλλειψις εργατών και τα κτήματα είχον ανάγκην να σκαφούν διότι ήρχιζαν ν' ανοίγουν. — Θα με ιδούν πώς έγεινα και θα με λυπηθούν διελογίσθη ο Δημήτρης. Και εξήλθε με την αξίναν του εις την αγοράν.
Ο Δημήτρης υποσχέθη κ' έτρεξε να βρη τ' άλλα παιδιά, που εφεύγανε με φωνές. Ο παππά Συνέσιος έμεινε στο ίδιο μέρος και πότε ποτ' εγύριζε πίσω του κ' έβλεπε.
Ακόμη προ αυτών έφθασαν, αν και τελευταίοι είχον αναχωρήσει, ο Θοδωρής ο Τσούνος, κι' ο Βασίλης ο Γλάρος, κι' ο Δημήτρης ο Ψόφος κι' όλοι οι ξυπόλητοι μοσχομάγκες του τόπου. Ήρχισαν δε πάραυτα να εργάζωνται προς ανέλκυσιν των ναυαγίων από τον πυθμένα.
Αλλ' ο Δημήτρης ούτε εκεί ούτε εις την καλύβαν ήτο. Ο Νάσος εξήλθε, τον εκάλεσεν επανειλημμένως, εσύριξε, τον ανεζήτησεν εις όλας τας καλύβας, αλλά δεν τον εύρε πουθενά. — Έφυγεν είπεν εισερχόμενος εις την Μπήλιω. Και οι δύο ητένισαν επί μακρόν ο ένας τον άλλον, άφωνοι. — Ο Θεός να τον σχωρέση· είπε τέλος η Μπήλιω, ενώ έν δάκρυ έπιπτεν, ως μαργαρίτης, από τους οφθαλμούς της.
— Ωχ, λυπήσου με! είπε φρικιών υπό το βλέμμα του ζωεμπόρου· σώνει πια, λυπήσου με!. . — Τι θέλεις; ηρώτησεν ούτος, νομίσας ότι ο άρρωστος παρεμίλει εκ του πυρετού. — Σώσε με, λύσε με από τον αφορεσμό!. . . Τα χρήματά σου, εγώ τα βρήκα τα χρήματά σου. . . — Εσύ 'σαι ο Νουλάς! — Εγώ — ναί. Και ο Δημήτρης διηγήθη εις τον ζωέμπορον πώς έτυχε ν' ανεύρη τα χρήματά του και πώς τα διέθεσε.
— Λέγε μας λοιπόν, πώς έγεινε; ήσουν εις την κλήρωσιν; — Εννοείται ήμουν. Το πώς έγεινε είνε απλούστατον. Εβγήκε από το κουτί ο αριθμός μου, τον ήκουσα που τον εφώναξαν, κ' έφυγα ευθύς, διά να μην έχω συγχαρήκια και αηδίαις. Αλλά φαίνεται το εμυρίσθηκε ο κόσμος, αφού το έμαθε και ο Δημήτρης. — Ου! διακόπτει Περδίκης ο νεώτερος· όλοι 'ς το χρηματιστήριον το ξεύρουν,
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν