United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ωχρότης επεχύθη επί του προσώπου του, οι οδόντες του ήρχισαν να συγκρούονται και το τάσι έπεσε των χειρών του. Ο Δημήτρης ανεγνώρισεν ευθύς τον ζωέμπορον, τον κύριον των τριακοσίων δραχμών και αίτιον όλων των δυστυχιών του. Τα παθήματά του μετ' αστραπιαίας ταχύτητος, το έν μετά το άλλο, ήλθον όλα και παρεστάθησαν προ της φαντασίας του με όλην την φοβεράν όψιν των.

Ωχ, λυπήσου με! είπε φρικιών υπό το βλέμμα του ζωεμπόρου· σώνει πια, λυπήσου με!. . — Τι θέλεις; ηρώτησεν ούτος, νομίσας ότι ο άρρωστος παρεμίλει εκ του πυρετού. — Σώσε με, λύσε με από τον αφορεσμό!. . . Τα χρήματά σου, εγώ τα βρήκα τα χρήματά σου. . . — Εσύ 'σαι ο Νουλάς! — Εγώναί. Και ο Δημήτρης διηγήθη εις τον ζωέμπορον πώς έτυχε ν' ανεύρη τα χρήματά του και πώς τα διέθεσε.

Λύσε με από τον αφορεσμό· εξηκολούθησε υψόνων προς τον ζωέμπορον ικέτιδας χείρας· σώσε με από την παίδεψι!. . .να πώς κατάντησα· συχώρα με κι' ο Θεός σχωρέσοι!. . . Ο ζωέμπορος ήκουεν έκπληκτος και μετά συντριβής τον Δημήτρην. Ήρχισε να ελέγχη εαυτόν, διότι διά τόσον μικρόν πράγμα εξέδωσεν επιτίμιον το οποίον κατέστρεψε τελείως ένα τίμιον και αξιόλογον εργάτην.