United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκρύωνα, εστενοχωρούμην, η βροχή εξηκολούθει να κροταλίζη επί των σανίδων της στέγης, και το έξω βαθύ σκότος διέκοπτεν εκ διαλειμμάτων η ωχρότης αστραπής, φωτίζουσα λίμνας βορβόρου, σειράς σταυρών και κορυφάς κυπαρίσσων. Και του καιρού όμως και του τόπου πενθιμώτερα ήσαν όσα ήρχισεν ο σύντροφός μου να με διηγήται. — Θυμάσαι, με είπε, πόσο ώμορφη ήτανε η γυναίκα μου;

Το ημίφως προχωρούσης φθινοπωρινής εσπέρας δεν μοι επέτρεπε να διακρίνω ακριβώς τα χαρακτηριστικά του ούτω παραδόξως αναπαυομένου αλλ' η ακινησία και η ωχρότης του παρίστων αυτόν όμοιον μαρμαρίνω αγάλματι. Μεταβάς εις άλλην θυρίδα, το αυτό είδον θέαμα, πλην μόνης της διαφοράς ότι αντί ανδρός ανεπαύετο επί της τραπέζης του κελλίου ξανθή δέσποινα, έχουσα κακείνη ανά χείρας το σχοινίον του κωδωνίου.

Ο άνεμος έπνεε σφοδρός όπισθεν των παραπετασμάτων και εδοκίμασα να πείσω την ασθενή, μολονότι εγώ κατά βάθος εδίσταζα, ότι οι ανεπαίσθητοι ήχοι και αι αλλοιούμεναι μορφαί εν τω παραπετάσματι προήρχοντο εκ του όπισθεν πνέοντος ανέμου· η θανάσιμος όμως ωχρότης του προσώπου της με έπεισεν ότι μάτην προσεπάθουν να την εγκαρδιώσω.

Μόλις ακούεται η φωνή του. Έλαμψαν τα σβυσμένα του 'μάτια, όταν ήκουσε ότι είσαι εδώ. Έλα, παππά, έλα να τον μεταλάβης. Ο ιερεύς επέστρεψε προς την είσοδον, περιεβλήθη το περιτραχήλιον, έλαβεν ευλαβώς εις χείρας τα άγια και επορεύθη προς την καλύβην. Η ωχρότης του μόνη εμαρτύρει την ταραχήν του. Το βήμα του ήτο στερεόν, αι χείρες του δεν έτρεμον καθώς πριν, δεν εδίσταζε πλέον.

Οι στεναγμοί, τα δάκρυα και η ωχρότης, αυτά σημαίνουν και μόνον έρωτα μαρτυρούν. ΖΕΥΣ. Ευτυχισμένη, που νομίζεις ότι πρόκειται περί έρωτος και μικρολογιών τοιούτων. ΗΡΑ. Αλλά τι άλλο δύναται να σε λυπή; ΖΕΥΣ. Τα συμφέροντα των θεών, Ήρα, διατρέχουν τον έσχατον κίνδυνον, και ως κοινώς λέγεται επί ξυρού ακμής ευρίσκονται.

Η ψυχή του ήτο συντετριμμένη υπό το βάρος των σκέψεων τούτων, νεκρική ωχρότης ηπλούτο εις το πρόσωπόν του και το σώμα του επάγωνε. Του εφαίνετο ότι η Λίγεια ήτο ήδη νεκρά και ότι ο Χριστός τους παρελάμβανεν ήδη αμφοτέρους πλησίον του. Τέλος ο πραίφεκτος έρριψεν επί της άμμου μανδήλιον ερυθρόν.

Αλλ' ωχρότης επεχύθη επί του προσώπου του, οι οδόντες του ήρχισαν να συγκρούονται και το τάσι έπεσε των χειρών του. Ο Δημήτρης ανεγνώρισεν ευθύς τον ζωέμπορον, τον κύριον των τριακοσίων δραχμών και αίτιον όλων των δυστυχιών του. Τα παθήματά του μετ' αστραπιαίας ταχύτητος, το έν μετά το άλλο, ήλθον όλα και παρεστάθησαν προ της φαντασίας του με όλην την φοβεράν όψιν των.

Έρριψε τους βραχίονας επάνω μου, ωχρότης νεκρική εχύθη επί του προσώπου του. Έν αχ! εξήλθε του στόματός του και έπεσεν εις τας αγκάλας μου λιπόθυμος . . . Ο γέρων έπαυσε και επί τινας στιγμάς επεκράτησε σιωπή· το δραματικόν τέλος της διηγήσεως μας είχε ταράξη ότε κάποιος μας είχε είπε: — Τώρα τον επίλογον, να τελειώσωμεν.

Η ωχρότης του μαρμαρίνου προσώπου της, η καμπύλη του μαρμαρίνου κόλπου της, και αυτή η λευκότης των μαρμαρίνων ποδιών της, όλον το σώμα της εκαλύφθη αυθωρεί από τα κύματα ενός ακουσίου ερυθήματος και ελαφρά φρικίασις σείει το λεπτόν σώμα της, όπως ακριβώς η αύρα της Νεαπόλεως ταράσσει ελαφρά τους ωραίους λευκούς κρίνους τους σκορπισμένους επάνω εις την χλόην. Διατί η κυρία ηρυθρίασεν;

Ερώτησον αυτήν πόσα διά τας ύβρεις του συζύγου έχυσε δάκρυα, πόσα διά την απιστίαν εραστού, πόσα επί της κοιτίδος ασθενούντος τέκνου, πόσα προ του κατόπτρου, ότε αντί κρίνων και ρόδων ωχρότης και ρυτίδες αντανακλώντο.