Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
— Τι καπετάνιος είνε αυτός, είπεν ο άλλος, να μη ξέρη πού είνε η χώρα; Το Κάστρο το άφησαν 'δώ και δεκαπέντε χρόνια. Δεν τώμαθεν αυτός; Δεν τα γράφουν αυτά τα πράματα; Ήδη σκοτία πανταχού ηπλούτο. Νυξ ασέληνος.
Κ' ενθυμείτο τώρα ο Μιστόκλης εκείνο το τερπνόν πανόραμα όπερ από της κορυφής εκαμάρωνε κάθε πρωίαν, αναμένων εις τας επάλξεις του βράχου, να ίδη αν έρχωνται προσκυνηταί να κρούση τον κώδωνα. Ηπλούτο γύρω-γύρω η πόλις λευκή, κατάλευκος, με τους ναούς της και τα παλάτια της, με τας πλατείας της και τα καθαρά τετράγωνα των νέων συνοικισμών.
Η σκηνογραφία, ήτις ηπλούτο εκεί υπό τους οφθαλμούς του νεαρού Ιησού ήτο το κεντρικώτερον μέρος του κόσμου, το οποίον ήλθε να σώση. Έκειτο εις αυτήν την καρδίαν της γης Ισραήλ και εν τούτοις εκεί πλησίον ήσαν, χωριζόμεναι από ένα στενόν όριον λόφων και χειμάρρων, η Φοινίκη, η Συρία, η Αραβία, η Βαβυλών, η Αίγυπτος.
Έχω να σου ανακοινώσω έν σπουδαίον συμβάν». Και χωρίς να αφήση τον Αντίπαν εισέδυσεν όπισθέν του εις έν σκοτεινόν διαμέρισμα. Το φως διεπέρα από έν κιγκλίδωμα και ηπλούτο επί μιας κορωνίδας. Οι τοίχοι ήσαν βαμμένοι με βαθύ ερυθρόν χρώμα, τόσον βαθύ ώστε εφαίνοντο σχεδόν μαύροι.
Εθεώρησε τότε τα πέλαγος μήπως διακρίνη άλλην λέμβον πλέουσαν, πλην ο πόντος ηπλούτο άγριος, έρημος. Οι οφθαλμοί του έκαμνον άσπρα-άσπρα. Έκλεισεν αυτούς ιλιγγιών. Εσκέφθη τότε ότι αύριον ήσαν Χριστούγεννα. Η δημοπρασία θα εγίνετο την άλλην ημέραν. Δεν θα έλθη έως αύριον βράδυ καμμία βάρκα; Επραΰνθη προς την σκέψιν του ταύτην. Και ησθάνθη τότε το ρίγος του κρυερού, χιονώδους ανέμου.
Όλαι αι προσπάθειαι είναι μάταιαι, διότι ο θάνατος προσεγγίζει, επέρασεν από εμπρός του με την μαύρην του σκιάν, με την οποίαν καλύπτει το θύμα του. Και ακριβώς ηπλούτο επ' αυτού η θλιβερά επίδρασις της αοράτου σκιάς, αν και αυτός δεν ημπορεί ν' ακούση ούτε και να ιδή· του κατέστησεν αντιληπτήν την παρουσίαν της κεφαλής εις το εσωτερικόν του δωματίου.
Δεξιά και αριστερά υψούντο βουνά πετρώδη, φαλακρά και απότομα, εις την αντιπέραν δε όχθην ηπλούτο εκτεταμένη έρημος επί της οποίας εχόρευον όλοι οι άνεμοι, εγείροντες βουνούς πελωρίους άμμου.
Η Σμάλτω ήδη είχε φθάσει εις την οφρύν της λοφοσειράς, οπόθεν η πεδιάς ηπλούτο πέριξ, μ' ελαφρούς κυματισμούς μέχρι της θαλάσσης.
Εάν έκυπτες και παρετήρεις υπό την κατσούλαν της κάπας του, θα έβλεπες κάτωχρον το πρόσωπον του Κομποδήμου το άγριον. — Βρε, παιδιά, λέγει, κακά μαντάτα! Να, άλλα πατήματα δεν βλέπω. Να, κ'ττάξ 'τε και σεις. Τωόντι άλλα ίχνη επί της χιόνος δεν υπήρχον, εκτός ολίγων τινών ακόμη, και παραπέρα ηπλούτο η χιών σιωπηλή, άθικτος.
Η κατάβασις ήρχισεν εκ της προς την θάλασσαν κλιτύος του βουνού, οπόθεν εστράφημεν βαθμιαίως προς το μέρος της κοιλάδος. Εκεί, και μέχρι της ρίζης του βουνού, τα πυκνά δένδρα μας έκρυπτον και δεν ήτο φόβος να μας ανακαλύψη ο εχθρός. Αλλ' η κοιλάς ηπλούτο υπό τους πόδας μας γυμνή δένδρων. Ο ποταμός έρρεεν εις το μέσον αυτής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν