United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όσοι μεν των Αθηναίων ήσαν εγγύς μάλλον ελυπήθησαν ή εφοβήθησαν, αι δε μακράν ευρισκόμενοι, και μάλιστα οι πολύ μακράν, νομίσαντες ότι η πόλις εκυριεύθη ήδη εκ τούτου του μέρους ώρμησαν προς την θάλασσαν και τα πλοία. Ο δε Βρασίδας ιδών τους Αθηναίους εγκαταλείποντας τας επάλξεις επροχώρησε μετά του στρατού και κατέλαβεν ευθύς το τείχισμα φονεύσας όσους εύρεν εντός αυτού.

Ήσαν δ' ελαφρώς ωπλισμένοι και φορούντες υπόδημα μόνον εις τον αριστερόν πόδα διά να μη γλιστρούν εις τον πηλόν. Επλησίασαν λοιπόν εις τας μεταξύ των πύργων επάλξεις, όπου ήξευραν ότι ήσαν αφρούρητοι, πρώτον μεν οι φέροντες τας κλίμακας και προσήρμοσαν αυτάς· έπειτα δε ανέβησαν δώδεκα στρατιώται έχοντες ξιφίδιον και θώρακα, των οποίων ήτον αρχηγός Αμμέας ο Κοροίβου, ο οποίος και πρώτος ανέβη.

Ένας δρόμος με πολλούς ελιγμούς διατέμνων τον βράχον, συνέδεε την πόλιν με το φρούριον, του οποίου τα τείχη ήσαν υψηλά και πολύγωνα, με επάλξεις επί των άκρων, και πύργους σχηματίζοντας άνθινα πέτρινα στέμματα κρεμάμενα επάνω εις τας αβύσσους. Υπήρχεν εντός του φρουρίου ανάκτορον κοσμούμενον διά στοάς, την οποίαν έφρατε έν κιγκλίδωμα εκ ξύλου συκομωρέας.

Αυθέντα, είπεν ο Χίλων η κόρη ευρίσκεται υπό ισχυράν προστασίαν. Είναι αυτή, και ο μέγας Απόστολος μαζή της! Ήρχιζε να εξημερώνη. Το λυκαυγές εχρωμάτιζε δι' ωχρού χρώματος τας επάλξεις των τειχών. Ο Βινίκιος δεν έπαυε να παρακολουθή διά των οφθαλμών το εύκαμπτον ανάστημα της Λιγείας.

Και ο μεν ταύτα ειπών και ενθαρρύνας αυτούς προσέβαλε την Λήκυθον, αφού παρήλθεν η ανακωχή· οι δε Αθηναίοι υπερησπίζοντο άνωθεν παλαιωμένων τειχών και οικιών, αι οποίαι είχαν επάλξεις.

Τούτου ένεκα ούτε ο Μήλης, ο πρώτος βασιλεύς των Σάρδεων, δεν είχε περιφέρει κατ' εκείνο το μέρος τον λέοντα τον οποίον εγέννησεν η παλλακίς του όταν οι Τελμησσείς είπον ότι εάν ο λέων περιεφέρετο εις τας επάλξεις, αι Σάρδεις θα ήσαν ανάλωτοι. Ο Μήλης λοιπόν τον περιέφερεν εις όλα τα μέρη εκ των οποίων ηδύνατο να προσβληθή η ακρόπολις, και παρημέλησε το μέρος εκείνο ως απρόσιτον.

Από δέκα δε εις δέκα επάλξεις υψούντο πύργοι μεγάλοι και ίσον πλάτος έχοντες με το τείχος, και κατείχον όλον το διάστημα το περιλαμβανόμενον μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού μετώπου, ούτως ώστε να μη υπάρχη διάβασις πλησίον των πύργων, αλλά να συνέχωνται δι' οπών ανοικτών εις το κέντρον αυτών.

Ο ήρωας ζη μέσα, χωρίς να γερνάη ποτέ, στην αγκαλιά της φίλης του, και καμμιά εχθρική δύναμις δε μπορεί ποτέ να σπάση το αέρινο τοίχωμα...» Στης επάλξεις του Τινταγκέλ αντηχούν η σάλπιγγες των σκοπών που χαιρετούν την αυγή. — Όχι, λέει ο Τριστάνος, το αέρινο τοίχωμα έσπασε κι' όλα. Δεν είν' αυτός ο κήπος των θαυμάτων.

Οι πλειότεροι είχον ήδη αναβή, ότε ενόησαν αυτούς οι φύλακες των πύργων· διότι Πλαταιεύς τις, αναρριχηθείς εις τας επάλξεις, έρριψε κάτω μίαν κεραμίδα, ήτις πεσούσα έκαμε κρότον. Και αμέσως υψώθη βοή, οι δε πολιορκούντες ώρμησαν επί του τείχους χωρίς να ηξεύρουν πόθεν ήτο ο θόρυβος εκείνος εν μέσω της σκοτεινής και θυελλώδους νυκτός.

Τα γεράκια, με τα αστραφτερά σαν το μαχαίρι φτερά τους, περνούσαν κρώζοντας, η Ορτομπένε, πόλη χτισμένη από νουράγκι, απλωνόταν απέναντι από τις λευκές επάλξεις της Ολιένα κι ανάμεσα στη μια και στην άλλη έκανε την εμφάνισή του στον ορίζοντα ο καθεδρικός ναός του Νούορο. Ο Έφις περπατούσε και ο πυρετός του θόλωνε τα μάτια.