United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τώρα η φυγή εφαίνετο αδύνατος, διότι μόνον θα εκράτυνε τας υποψίας· όθεν μετ' απηλπισμένης, σκοτεινής αποφάσεως και πάλιν επλησίασεν εις τον εχθρικόν και καχύποπτον όμιλον τον πέριξ του πυρός. Ολόκληρος ώρα παρήλθε· δι' αυτόν πρέπει να υπήρξε φοβερά ώρα και αλησμόνητος.

Το ιστορικόν σκάφος μας έφερεν εις τα βάθη σκοτεινής νυκτός εντός ορμίσκου, παρά τα μεσημβρινοδυτικά παράλια της νήσου. Το πρωί, υπό την οδηγίαν των ενόπλων νησιωτών, οι οποίοι μας επερίμενον και μας υπεδέχθησαν αποβιβασθέντας, ανέβημεν εις κώμην κειμένην υψηλά επί του βουνού. Εκεί ευρίσκετο σώμα επαναστατών υπό την αρχηγίαν ακριβώς του οπλαρχηγού, προς τον οποίον έφερα συστατικήν του θείου μου.

Οι πλειότεροι είχον ήδη αναβή, ότε ενόησαν αυτούς οι φύλακες των πύργων· διότι Πλαταιεύς τις, αναρριχηθείς εις τας επάλξεις, έρριψε κάτω μίαν κεραμίδα, ήτις πεσούσα έκαμε κρότον. Και αμέσως υψώθη βοή, οι δε πολιορκούντες ώρμησαν επί του τείχους χωρίς να ηξεύρουν πόθεν ήτο ο θόρυβος εκείνος εν μέσω της σκοτεινής και θυελλώδους νυκτός.

Και μες από τα μάβρα σύγνεφα της σκοτεινής της βαρυχειμωνιάς, που άπονα την πλακώνει, βαθιά ξανοίγει να αργολάμπη, σαν ασπερίτης ξάστερο το φέγγος του, πάνω στον καπνισμένον ουρανό της φτωχικής της στεγωσιάς, σα δάκρυ υγρό και αναλυτό σαν το μαργαριτάρι, της πολυχαδεμένης κόρης της ταστέρι.

Η Χαδούλα είχε βαρυνθή την μονοτονίαν της Σκοτεινής Σπηλιάς, και είχεν αρχίσει ν' αδυνατίζη πολύ από την ανεπαρκή τροφήν. Έλαβεν απόφασιν, άμα φέξη καλά, να πάρη το καλαθάκι της, και να εξέλθη από το άσυλόν της, όπως διευθυνθή προς τον Άγιον Σώστην. Εκεί θα εξωμολογείτο όλα τα «πάθια της». Καιρός μετανοίας πλέον . . . Έφθασαν, έφθασαν, οι χωροφύλακες!

Έκαναν δαντέλες τα κύματα που έσπαναν επάνω στα πλευρά του πλοίου. κ' έπειτα οι δαντέλλες, ανοίγονταν, γίνουνταν ανθρωπάκια που βαστιούνταν από τα χέρια τους ανάλαφρα και χόρευαν τρελλούς χορούς. Και χάνουνταν έπειτα και γίνουνταν άλλοι, και πάλι χάνουνταν. Όταν σήκωσα το κεφάλι, ο ήλιος, σφαίρα ολόπυρη, κατρακυλούσε επάνω στον ορίζοντα της θάλασσας της σκοτεινής.

Η τύχη του παιδιού εφαίνετο πολύ απελπιστικήαλλά μήπως και η τύχη της μητρός ήτο ολιγώτερον; Όταν από τα βάθη της σκοτεινής γωνίας, περί της οποίας σας ωμίλησα και η οποία συνέπιπτε με τας σκιάς της φυλακής της Παλαιάς Δημοκρατίας ακριβώς προ των δικτυωτών της μαρκησίας, εξήλθεν ένας άνθρωπος περιτυλιγμένος με μανδύαν.

Απ’ εκεί δε εν καιρώ νυκτός σκοτεινής εξηκολούθησαν τον παράπλουν και έφθασαν εις Αρματούντα της ηπείρου, καταντικρύ της Μηθύμνης.

Έπειτα κατά σας εγύρισε κι' όταν σας εκοινώνησε, μ' ένα στεφάνι από ανθούς ροδιάς σας στόλισε. Και μέσα στα χαλάσματα της κατακόμβης της σκοτεινής, η προσευχή τρεμουλιαστή των πιστών αντηχούσε, λες κοπάδι προβάτων χόρτο καινούργιο εβοσκούσε: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς. . .» Η ψυχή μου έχει χυθεί και σκορπιστεί σαν το νερό! Πώς θα σε χάσω; Να τ' αποφασίσω δεν μπορώ. . .

Και προπορευθείς εισήλθεν εντός της ευρείας αυλής, εις το βάθος της οποίας, επί της τελευταίας βαθμίδος της κλίμακος, ίστατο μορφή γυναικεία κρατούσα λύχνον εις χείρας. — Η κόρη του, είπα κατ' εμαυτόν. Δεν εβράδυνα να ίδω ότι ελανθάσθην. Το αμυδρόν του λύχνου φως εντός της μεγάλης εκείνης σκοτεινής αυλής και η ευσταλής της γυναικός μορφή εδικαίουν το λάθος μου.