United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπορούσε να διαβάζη κι αποπάνω κι αποκάτω, κρατούσε το βιβλίο πότε ορθά πότε ανάποδα και διάβαζε τόσο δυνατά, που αντηχούσε όλο το σπίτι. Τέλος κάθησε λίγες στιγμές μόνος του και συλλογιζότανε. Έπειτα έτρεξε άξαφνα τόσο γλήγορα, σα να είχε βια να φτάση όσο μπορούσε προτήτερα εκεί που ήθελε. Πήγε ίσια στην κάμαρα του μπαμπά, όπου καθότανε κείνος πνιγμένος στους καπνούς.

Κάθε μέρα η ίδια ιστορία: το όνομα του Τζατσίντο αντηχούσε σ’ όλο το σπίτι, και όταν οι τρεις αδελφές σώπαιναν εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους, όπως συνέβαινε, εξ άλλου, πάντα από την ημέρα της γέννησής του, και η άγνωστη μορφή του γέμιζε ζωντάνια το κατεστραμμένο σπίτι. Ο Έφις δε θυμόταν να είχε ποτέ πάρει άμεσα μέρος στις συζητήσεις των κυράδων του.

Έπειτα κατά σας εγύρισε κι' όταν σας εκοινώνησε, μ' ένα στεφάνι από ανθούς ροδιάς σας στόλισε. Και μέσα στα χαλάσματα της κατακόμβης της σκοτεινής, η προσευχή τρεμουλιαστή των πιστών αντηχούσε, λες κοπάδι προβάτων χόρτο καινούργιο εβοσκούσε: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς. . .» Η ψυχή μου έχει χυθεί και σκορπιστεί σαν το νερό! Πώς θα σε χάσω; Να τ' αποφασίσω δεν μπορώ. . .

Και το αστραποφώτισμα τόρα άνοιγε έξω στο νυχτερινό σκοτάδι κάθε τόσο τρομερό χάος από βροχή ηλεκτροφωτισμένη. Και η κραυγή εκείνη έξω πάντα επίμονη, ακούραστη, πάντα γεννώντας τη φρίκη και την ανατριχίλα, αντηχούσε παράξενη, περονιάζοντας το κορμί της και τη ψυχή της.

Ο Ίλιγγος εκάθητο εκεί και παρεμόνευε την άτονον άνευ των δυνάμεών της λείαν του, και κάτω εις την βαθείαν φάραγγα αντηχούσε ήχος, 'σάν να εκρημνίζετο ογκώδης βράχος ο οποίος τα πάντα συντρίβει και παρασύρει παν ό,τι τον εμποδίζει εις τη πτώσιν του. Αλλά εις τον Μύλον εκάθητο η Μμαμπέττα και έκλαιε.

Του φάνηκε πως το βήμα του αλόγου αντηχούσε επάνω στον τοίχο, από πάνω του, κι έπειτα χαμηλότερα, επάνω στο κορμί του, επάνω στην καρδιά του. «Έφυγε χωρίς να μου πει τίποτε! Εγώ όμως, όταν μου είπε την ιστορία του με το λιμενάρχη, δεν έκανα το ίδιοΞαφνικά πετάχτηκε επάνω, σαν κάτι να τον τσίμπησε.

Το γέλοιο της αντηχούσε ακόμη όταν μπήκε στην εκκλησιά. Όταν την άκουσε να γελάη, ο λεπρός έφυγε. Η Βασίλισσα έκανε μερικά βήματα μέσ' το ναό. Έπειτα λύθηκε όλο το κορμί της, κ' έπεσε στα γόνατα, με το πρόσωπο χάμω, και τα χέρια σταυρωμένα. Την ίδια μέρα, ο Τριστάνος αποχαιρέτησε τον Ντινάς, σε τέτοιο χάλι που φαινότανε σα να τα είχε χαμένα, και το καράβι του αρμένισε για τη Βρεττάνη. Αλλοίμονο!

Κι ανάμεσα στης ανεμοζάλης τα μουγγρίσματα, ταχτικό κι επίμονο αντηχούσε τόση ώρα τόρα από τα κεραμίδια της στέγης το ρέκασμα μιας κουκουβάγιας περιχύνοντας τα νεύρα από ανατριχίλα κρύα και παράξενη, τη ψυχή από θλίψη και λαχτάρα. Παράξενο ξύπνημα. Και είχαν αποκοιμηθή με τόση γαλήνη, με τόση ξαστεριά.

Δεν πρέπει όμως να είμαι γι' αυτό λυπημένη· αυτό δεν ωφελεί τίποτα!» — Αλλ' όμως υπάρχει μόλα ταύτα ακόμη και κάποια ελπίς είπεν η γάτα του μαγειρείου. Κάτω από το μονοπάτι του βράχου αντηχούσε ο λαρυγγισμός εύθυμος και ισχυρός· εσήμαινεν εύθυμον διάθεσιν και ακμαίον θάρρος· ήτο ο Ρούντυ· ήλθε να αναζητήση τον φίλον του Φεζινάνδον.

Είχαν πη τόσα αδιάφορα πράγματα στο τραπέζι, είχαν αραδιάση τόσα λόγια και τόρα ξεκουράζουνταν μέσα σε μεγάλη σιωπή. Γύρω τους όλο το μεγαλείο και το μάγεμμα της νύχτας, τους μεθούσε και τους συνέπαιρνε από στιγμή σε στιγμή, κ' οι καρδιές τους ανάλυοναν από μεθυστικούς χτύπους, μέσα στην αδιάκοπη αναπνοή του κοιμισμένου γέρου, π' αντηχούσε στο πλάι τους ήσυχη κι ευτυχισμένη.