United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τόρα δεν έβλεπα εκεί παρά του καταποντισμού μας την εικόνα, τη θλίψι και την απελπισία των συγγενών μας και ανεμοκλωσμένη την απάνθρωπη φωνή του καπετάνιου, που με το ρέκασμα του κυμάτου και το μούγκρισμα του ανέμου αδερφωμένη μας ευχόταν: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...

Και όταν κατά τα χαράματα, βολτατζάροντας να εύρουμε τον καιρό επεράσαμε πάλι αποκεί, είδα το μπάρκο να κατεβαίνη στα νερά ήσυχο, σαν καλόγνωμη ψυχή που έκαμε στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα για ύστερη φορά τη φωνή του σκύλου, να γαργαρίζη και να σβύνη μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του άνεμου τον βόγγο, σαν να μας έλεγε κ' εκείνος με παράπονο: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...

Θεέ μου, τι είχε! Ότι μπορούσε να νιώση καλά είταν πως μέσα στον παραδαρμό έξω της φύσης, μέσα στα μουγγρίσματα της ανεμοζάλης, το ταχτικό κι επίμονο εκείνο ρέκασμα, σα νάρχουνταν από παράξενους, φανταστικούς κόσμους, σχίζοντας όλο τ' απέραντο βάθος της ανεμοζάλης με δύναμη και φρίκη υπερφυσική, την έγγιζε, κατάκαρδα, και άφινε στο αίμα του κορμιού της το άγγιγμα ακονισμένης κόψης κρύου μαχαιριού.

Με το ρέκασμα που έκανε το κύμα μακριά εγύριζε την πλώρη και το εδεχόταν στα πλάγια· αλλοιώς θα επαθαίναμε μεγάλη ζημία. Κ' έτσι όμως η ζημία δεν έλειψε. Διπλή ζημία, φοβερώτερη και τρομερώτερη η μια από την άλλη. Ένα κύμα ήρθε και μας άρπαξε τη μικρή βάρκα από τους μούρσους και την εχόρευε στο κατάστρωμα σαν καρυδόφλουδο. Ερρίχτηκαν δύοτρία παιδιά να την αρπάξουν.

Κι ανάμεσα στης ανεμοζάλης τα μουγγρίσματα, ταχτικό κι επίμονο αντηχούσε τόση ώρα τόρα από τα κεραμίδια της στέγης το ρέκασμα μιας κουκουβάγιας περιχύνοντας τα νεύρα από ανατριχίλα κρύα και παράξενη, τη ψυχή από θλίψη και λαχτάρα. Παράξενο ξύπνημα. Και είχαν αποκοιμηθή με τόση γαλήνη, με τόση ξαστεριά.

Φανάρια εμείς δεν είχαμε καθόλου. Αλλά φως ακοίμητο το φως των καντηλιών μας, που δεν είχε σωθή το λάδι τους στου Χάρου τα παλάτια, εσυνάχτηκε νομίζεις ήλιος λαμπρός στα μάτια του σκύλου μας, και στην αγριοφωνάρα του, που δεν έπαυε αντηχώντας δυνατώτερη από το ρέκασμα του κυμάτου και του ανέμου τον βόγγο.

Τότε βάνουμε όλοι τις φωνές. — Μωρ' αδέρφια, πνιγόμαστε! πού μας αφίνετε; σωτηρία!... Αδέρφια, πνιγόμαστε!... σωτηρία! . Ακούστηκε κάποια φωνή κ' επάψαμε βουλώνοντας ένας του άλλου το στόμα. Και μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοφύσημα, ακούστηκε χαρόσταλτο ανάμπαιγμα η φωνή: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!... Δεν το επίστευαν τ' αυτιά μου· δεν ήθελε η ψυχή μου να το ακούση!

Και η φωνή από το μπάρκο, συντροφιασμένη το ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοβόγγισμα, πλέον δυνατή και αναμπαίχτρα εξαναδευτέρωσε: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!... Τότε δεν ξεύρω κ' εγώ τι μας έπιασε· δεν θυμούμαι πώς μας ήρθε. Ο «Σωτήρας» άξαφνα μου εφάνηκε κακότροπο τέρας και τα πανιά του σαν χείλη πλατύτατα που έχασκαν κ' επεριγελούσαν τη θλιβερή μας μοίρα.