United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλεγεστοχάσουπως τον αναγελούσε το σκυλί και τούλεγε τα χίλια δυο αναμπαίγματα και πως τώχε βαλμένο τάχα η παπαδιά κ' η κόρη της και τώχαν δασκαλέψει να του λέη μαθές λόγια σημαδιακά. Αποκεί πήρε δρόμο. Τάβαλε μ' όλα τα σκυλιά της γειτονιάς, μ' όλα των μαχαλάδων τα σκυλιά και με τα καραβόσκυλα ακόμα.

Κείνη τον εφκήθηκε, τον εφίλησε, τον ξαναφίλησε και πάει στην εφκή της. Έγυρε πάλι στην Αρκαδιά. Πήγε στην Αρκαδιά ολόχαρος και πήγε στη στάνη γελαστός. Ο Μπέης δεν ήξερε πως έλειψε ο Αργύρης, και δεν ένιωσε πως κατέβηκε στο χωριό του. Αποκεί κ' ύστερα, κάθε αβγή ο Αργύρης, νυχτούλια ακόμα, σαλάχαε τα πρόβατα στα βοσκοτόπια. Τα κατέβαζε και στη λίμνα.

Μίαν ημέραν από τας πολλάς, περιπατώντας εξεμάκρυνα από τας καλύβας εκείνων, και ένας γέρων από εκείνους, βλέποντάς με εκεί με εφώναξε και με εφοβέρισε διά να γυρίσω. Εγώ προσποιούμενος ότι θα γυρίσω, εκρύφθην εις ένα δάσος, και αποκεί φεύγοντας από δάσος εις δάσος επεριπάτησα δέκα ημέρας χωρίς να ιδώ άνθρωπον, τρεφόμενος εις τα δάση από τους καρπούς των φοινίκων.

Μωρέ ποιος είσαι συ; ερωτάν. — Εγώ, ο μούτσος, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια. Τρέχουν κοντά· τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν. — Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Έτσι κ' έτσι· ηύρα τ' αθάνατο νερό. — Πώς; — πού; — Μέσα στη σπηλιά. Ακούνε και θαυμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά.

Εις τούτο το νησί επώλησα μερικά από τα πετράδιά μου και άλλα πάλιν τα άλλαξα με άλλα εμπορεύματα. Αποκεί περνώντας διάφορα νησιά και εμπόρια, επώλησα και άλλα εις μεγάλην τιμήν και τέλος πάντων από πολιτείαν εις πολιτείαν, εφθάσαμεν εις Βαλσύραν, παραθαλάσσιον εμπόριον της Βαβυλώνος και εκείθεν ήλθον εις Βαβυλώνα, προς μεγάλην χαράν των συγγενών μου.

Πάω να ιδώ στην κάμαρά της, με συγχωρείτε. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΠώς πονώ! ΛΕΛΑΠάμε στην κάμαρά σου. Θα σου τα τοιμάσω όλα για την ένεση, σαν καλή νοσοκόμα. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΕίσαι τόσο καλή, Λέλα μου. ΛΕΛΑΔεν είναι τίποτε. Τώρα αισθάνομαι πολύ καλά. Οι παραπάνω, Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔεν είναι ζωή αυτή. Κλάματα αποδώ, γκρίνιες αποκεί, νεύρα . .. Πάλι τα ίδια έχομε. ΛΕΛΑΤι τρέχει Μ-Αργύρη;

Βγήκα όξω στον κήπο· και με την ιδέα να του δώσω μια τελευταία χαράαυτού, που αγαπούσε πάντα τάνθηέκοψα ένα μισοανοιγμένο ρόδο, το ωραιότερο που μπορούσα να βρω, γύρισα μέσα και το έβαλα στο μαξιλάρι του παιδιού μου, κοντά στο μάτι που μπορούσε κ' έβλεπε ακόμα. Ανίκανος να το υποφέρω περσότερο, βγήκα πάλι όξω στη βεράντα. Αποκεί άκουσα πως μπήκε μέσα ο Σβάντε και κάθησε στο κρεββάτι.

Σε μένα ήρθε αυτή η βοήθεια την ίδια στιγμή που η υποψία, πως η ζωή της πόλης είταν ολέθρια για τη γυναίκα μου, άρχισε να γίνεται σιγά σιγά βεβαιότητα και τέλος έφτασε στην απόφαση να την πάρω αποκεί και να γυρίσουμε στην εξοχή, που δεν έπρεπε να την αφήσουμε.

Ποιος ξέρει τι αμαρτίες, κυρά Γιαννού μ'. Ο Γεραμπής το ξέρει. Η Χαδούλα εσκέφθη επί στιγμήν. Είτα είπε·Καλά· θα πάω αποκεί, τώρα-τώρα. — Νάχης πολλή ζωή και καλή ψυχή, θεια Γιαννού! είπεν ο Καμπαναχμάκης. Ο Γεραμπής σ' έστειλε.

Εις ταύτην την κάμαραν εστάθηκα αρκετήν ώραν να στοχάζωμαι τους πολυτίμους θησαυρούς που την εστόλιζαν και τα αξιοθαύμαστα και πολύτιμα σκεύη· και βλέποντας ότι επλησίασεν η νύκτα, εβγήκα από εκείνον τον θάλαμον με σκοπόν διά να γυρίσω εις το καράβι μου από την ιδίαν στράταν που εμβήκα· αλλ' όταν εκλωθογύρισα διάφορα δωμάτια και ανώγεα έχασα τη στράταν και δεν ηδυνάμην να έβγω αποκεί.