Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Ανοίξανε τα επουράνια! «Πού να σε γνωρίσωτης κάνω. Η φωνή μου έτρεμε. Κύριε ελέησον! Τέτοιο μασκαραλίκι δεν το είχα ματαπάθει. — «Δεν είμ' εγώ το Μοσχαδώ της Σειραϊνώς, της παπαδιάς;» — «Εσύ είσαιΤης δίνω το χέρι. Τα γόνατά μου λυγίσανε. Ύπαγε οπίσω μου Σατανά! Τέτοιο ρεζιλίκι δεν τώχα ματαπάθει. «Αμ' πού να σε γνωρίσω; Σάφησα κοριτσόπουλο, και σε βρίσκω κοπέλλα». Ο κόσμος μου ήρθε γύρω.

Μα το αθάνατο νερό από τότε δεν εξαναφάνηκε. Μόνον δύο φορές τον χρόνο, στην πρώτη Ανάστασι και του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει, δώρον ακριβό από μία στάλα στη γη. Αλλά κανείς δεν την βλέπει. Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλόγηροι και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, με τα μαντήλια στο χέρι και τα μάτια κολλημένα στου βράχου το μακαριστό μαστάρι.

Έχει δε μεγάλην διαφοράν η ψυχή από το σώμα. Διότι αυτήν μεν θα την θεωρήσωμεν νοήμονα, αυτό δε ανόητον, και εκείνην κυρίαρχον, αυτό δε εξουσιαζόμενον, και εκείνην μεν αιτίαν όλων, αυτό δε αναίτιον παντός παθήματος. Επομένως το να δεχθώμεν ότι τα επουράνια προέρχονται από άλλο τίποτε και ότι δεν είναι κατ' αυτόν τον τρόπον γεννήματα της ψυχής και του σώματος θα ήτο μεγάλη μωρία και παρολογισμός.

Αίμα πύρινο κουφοδρομεί στις φλέβες του· ψυχή με άλλη ψυχή σταυρόνονται και γιγαντώνουν στα φυλλοκάρδια του· φτερά έκαμε να πετάξη στα επουράνια. Κουφάρι ήταν περιστέρι έγινε. — Μπρε! ξαναλέγει· έλα Χριστέ και Παναγιά κοντά μου! Τρέχει έξω· κράζει τους συντρόφους του. Γυρίζουν εκείνοι στις φωνές, κυτάζουν με απορία και σταυροκοπούνται. Άγγελος είνε άνθρωπος είνε, δεν ξεύρουν.

Μωρέ ποιος είσαι συ; ερωτάν. — Εγώ, ο μούτσος, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια. Τρέχουν κοντά· τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν. — Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Έτσι κ' έτσι· ηύρα τ' αθάνατο νερό. — Πώς; — πού; — Μέσα στη σπηλιά. Ακούνε και θαυμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά.

Καθένα με το διάβολό του. Εμένα η γρηά μου δε ήξερε τέτοια πράμματα. Απ' ταυτί και στο δάσκαλο. Καλή της ώρα! — Έτσι που λες, γέρο. Ωστόσο έδωκε ο Θεός και ήρθε η ευλογημένη μέρα. Όταν έπεσε, που λες, στην αγκαλιά μου, έτριβα τα μάτια μου. «Εσύ 'σαι, μωρέ Δημητρό, που απόλαψες τέτοια δόξαΔεν πίστευα και μοναχός μου. Ανοίξανε τα επουράνια... Ένας χτύπος δυνατός ετράνταξε την πόρτα.

Έφεγγεν ο αγύριστος όγκος του ολοστρόγγυλος, γυαλιστερός, ξανθοπράσινος σαν καπνισμένο κρύσταλλο και στα στέρνα του μέσα έμβολο χοντροπελέκητο, μαυριδερό ανέβαινε το νερό βιαστικά κόσμους να πλημμυρίση στα επουράνια. — Βάρα! προστάζει ο καπετάνιος. Ο ναύκληρος γοργός αδειάζει απάνω του το τρομπόνι. Παλιόκαρφα, μολύβια, στουπιά όλα εχώνεψαν στα πλευρά του.

Διότι κανέν πράγμα της γης δεν είναι εντιμότερον από τα επουράνια, αλλά όστις φρονεί διαφορετικά περί της ψυχής, δεν γνωρίζει πόσον θαυμάσιον είναι αυτό το κτήμα του, το οποίον παραμελεί. Ούτε βεβαίως, όταν κανείς ζητή να κερδίση χρήματα όχι εντίμως, ή όταν δεν δυσφορή, εάν τα κερδίζη ούτω πως, τιμά δήθεν με δώρα τότε την ψυχήν του. Απ' εναντίας μάλιστα ωρισμένως την περιφρονεί.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν