Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Τις δουλιές, την υπακουή, την πάστρα, τη λιγολογιά. Τις δικές της δεν τις σκέφτηκε καθόλου. Ούτε στο παραθύρι βγήκε, ούτε στους δρόμους. Μόνον την πρώτη Κυριακή ζήτησε να βγη για να συνάξη κάτι πράματά της, λέει. Η κυρία Μαχαλά κούνησε το κεφάλι. Πάει! δε θα την ξαναϊδή. Μα η Ασημίνα γύρισε το βράδυ και νωρίς — νωρίς μάλιστα. Και από τότε δεν το πάτησε τα κατώφλι. Έλα Χριστέ και Παναγιά!
— Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει! Κ' επερνούσα έτσι αβλαβής το ξύλινο γεφυράκι, που έτρεμε, που εσείετο, να πέση κάτω, εις το πετρώδες όρυγμα, δι' ου απεχωρίζετο από της άλλης νήσου το έρημο χωριό μου, το Κάστρο μου, μικρά βραχώδης, αιπεινή χερσόννησος, φρούριον παμπάλαιον, από τον καιρόν των Βενετσιάνων, ερημωθέν μετέπειτα, διά γεφύρας ξυλίνης, άνω βαθυτάτου χάσματος, συνδεόμενον προς την όλην νήσον.
Οι άλλοι τότες ρυάστηκαν από ενθουσιασμό, από πάθος από μεθύσι κρασιού και καημού μαζί, όλοι μ' αγριοφωνές, με κουνήματα ζουρλά των χεριών προς τ' απάνω, με τινάγματα των ποδαριών: — Ω!. —. ω! ω! ω! μαννούλα μου!... — Φσσσσιστ!... Θεέ μου! ας φέξη. = Όποτα! Παναγία μου!... όποτα! Χριστέ μου!.... Το μπουζούκι εκεί επάνω άλλαξε σκοπό. Τόρα πήρε ένα ανατολίτικο, ένα αράπικο.
Και πάλι κίνησα ναρθώ, Χριστέ μου, στην αυλή σου, να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα, οπού με πόθο αχόρταγο το λαχταρεί η ψυχή μου. Η σάρκα μου αναγάλλιασε σιμά σου κ' η καρδιά μου. Το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη, να βάλουν τα πουλάκια τους τα δόλια να πλαγιάσουν, τον ιερό σου το βωμό, αθάνατε Χριστέ μου.
Χρειάζεται σαπούνι και τρίψιμο.,, Τώρα κι' από μέσα στην τραχηλιά και στη ράχη., Είδες! Τέλειωσε ως που να πεις έλα Χριστέ. Από δω κι' από κει οι άλλοι κληρωτοί πλαίνανε με προθυμία και πείσμα. Άλλοι τα καταφέρνανε, κι' άλλοι κυττάζανε να τελειώσουν όπως-όπως. Ο Ρένας πήρε τους δυο κουβάδες και τους ξαναγέμισε με καθαρό νερό από την τρούμπα.
— Και ποιος ξέρει, αν δεν θα τα βρούμε μέσ' στην Εκκλησιά, είπε το Μαλαμμώ με εύκολον θάρρος και προς ιδίαν της παρηγορίαν. Έλα, Χριστέ μου, καμμιά καλή Χριστιανή θα ήρθε χτες-προχτές ν' ανάψη τα κανδήλια, και την εφώτισ' ο Θεός και τα κουβάλησε. — Άμποτε!
Πώς ήλλαξε το πράγμα; Την Ροζαλίναν, που ως χθες την αγαπούσες τόσον, την ελησμόνησες ευθύς; Των νέων η αγάπη λοιπό δεν είναι 'ς την καρδιάν; 'ς τα μάτια μόνον είναι; Χριστέ και Παναγία μου! Διά την Ροζαλίνα τα μάγουλά σου τα χλωμά αυλακωμένα ήσαν! Τόσα πικρά σου δάκρυα επήγαν 'ς τα χαμένα, αφού ως και την πίκραν των την έχεις ξεχασμένην.
Η κόρη σας τώρα είνε καλομαθημένη, έξη χρόνια στο σκολειό, κι άλλα δυο στην Αγγλία. Και ν' αρχίστε αμέσως κιόλας να τοιμάζετε. Έχουν και δούλους. Κρεββάτια όσα μπορείτε. Να πάρτε μάλιστα και το σπίτι το διπλανό για καμιά βδομάδα. Από χρήματα να μη νοιάζεστε. — Μια βδομάδα! Χριστέ και Παναγιά! Να το κουνίσουν δεν έχουν πια από δω πέρα! φωνάζει η κερά Φωτεινή. — Αυτά τα βολεύετε και σαν έρθουν.
Ο Παύλος ανέβλεψε προς τον ουρανόν και προσηυχήθη: — Κύριε, έλεγεν, επίβλεψον επί του ταλαιπώρου τούτου. Αλλ' εις τους πόδας του αίφνης μία οιμώζουσα επίκλησις ηκούσθη: — Ναι, Κύριε Ιησού Χριστέ! . . . συγχώρησέ με!
Έμελλε να διασχίση τα πλήθη, να ριφθή εις τους πόδας του Αποστόλου και να κράξη: «Βοήθειαν!» Αλλ' η επισημότης της προσευχής και η κατάπτωσις των δυνάμεών του τον έκαμαν να κάμψη και αυτός τα γόνατα: «Χριστέ, ευσπλαγχνίσθητί με!»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν