United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται, » λέγει μία των δέκα εντολών του Υψίστου. «Υπακούετε τοις γονεύσιν υμών κατά πάντα, τούτο γαρ εστίν ευάρεστον τω Κυρίω» λέγει ο Απόστολος Παύλος. « Ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων » μας λέγουν τα ιερά βιβλία.

Τέλος την ηρώτησε τι συνέβαινεν εις την ψυχήν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι τον ηγάπα ήδη από την οικίαν των Αούλων ακόμη, και ότι εάν ο Βινίκιος από το Παλατίνον την έφερε πάλιν πλησίον αυτών, αυτή θα του εγνώριζε τον έρωτά της και θα προσεπάθει να καταπραΰνη την οργήν των. — Αναχωρώ με τον Καίσαρα εις το Άντιον, είπεν ο Βινίκιος, όπου θα έλθη και ο Παύλος ο Ταρσεύς.

Η αδελφή του Ευφροσύνη, νεάνις δεκαετής, γλυκεία και φιλάδελφος, ήρχετο τακτικώτατα κατά την ώραν της γυμναστικής, όπως μετά την σωμασκίαν του αδελφού της συνοδεύη αυτόν εις την πατρικήν των οικίαν. Ενώ δε επερίμενεν ημέραν τινά εις την αυλήν του σχολείου, θεωρούσα τας διαφόρους γυμνάσεις, ο Παύλος, αποτυχών είς τινα επί του μονοζύγου στροφήν, έπεσεν επί της άμμου.

Προς μεγάλην έκπληξιν των υπηρετών, πάντες εκείνοι, τους οποίους ακόμη δεν επρόφθασαν να σταυρώσουν, εγονυπέτησαν. Ο Παύλος ο Ταρσεύς ηυλόγει τους μάρτυρας. Είς φρουρός επλησίασε τον απόστολον και ηρώτησε: — Ποίος είσαι συ, ο οποίος ομιλείς προς τους καταδίκους; — Ρωμαίος πολίτης, απεκρίθη ο Παύλος ηρέμως.

Γράφοντας μετά από περισσότερα από είκοσι χρόνια από εκείνη την στιγμή, ο Άγιος Παύλος μας δίνει την αξιοσημείωτη μαρτυρία ότι η πλειονότητα των μαρτύρων της ανάστασης ζούσαν ακόμη, και ότι μόνο μερικοί «εκοιμήθησαν».

Ο Πέτρος είχε μέγα στάδιον διά το κήρυγμά του εν Ρώμη, και δεν είχε καιρόν διά να αναχωρήση· διά τούτο ο Παύλος συγκατένευσε να συνοδεύση τον νεαρόν τριβούνον εις Άντιον.

Η αποτυχία και η πτώσις του επροκάλεσαν τον γέλωτα όλων ημών, τον οποίον συνεμερίσθη και η αδελφή του. Αλλ' ο Παύλος, εντραπείς διά την αποτυχίαν του, και θυμώσας διά τον γέλωτα, πλησιάζει την Ευφροσύνην εισέτι γελώσαν, και οργίλως καταφέρει κατά του προσώπου της σφοδρόν γρόνθον, όστις και πόνον και αιμορραγίαν τη επροξένησεν.

Παύλο, του είπε πάλι, μια νύκτα, την ώρα που έβγαινε το φεγγάρι απ' το βουνό, δώσε μου την καρδιά σου, όλη σου την καρδιά, να την έχω μοναχή μου και κανένας άλλος στον κόσμο. Ο Παύλος την κύτταξε γλυκά. — Η καρδιά μου, Παυλίνα, ήτανε το πρώτο χάρισμα που σούκανα. Και πάλι μου τη ζητάς; Η Παυλίνα τον κύτταξε στα μάτια και του είπε: — Ορκίσου μου πως είναι δική μου. Ο Παύλος της ωρκίστηκε.

Ο οκταετής Παύλος ήτο έξυπνος και ζωηρός, είχε δε καλήν και ευαίσθητον καρδίαν, αλλ' ενίοτε ως εκ της ζωηρότητός του παρεξετρέπετο εις πράξεις ατόπους, διά τας οποίας ακολούθως έχυνε δάκρυα μετανοίας και λύπης.

Εις την συνοικίαν, κατοικουμένην υπό πτωχών εργατών, το παν εκοιμάτο ήδη. — Και θα βλέπω την Πομπωνίαν; επανέλαβεν η Λίγεια. — Ναι, αγαπητή μου. Θα τους προσκαλέσωμεν να έλθουν εις την έπαυλίν μας ή ημείς θα υπάγωμεν εις την οικίαν των. Θέλεις να πάρωμεν μαζί μας τον Απόστολον Πέτρον; Τον βαρύνει η ηλικία και είναι κατάκοπος, θα έρχεται και ο Παύλος να μας βλέπη.