United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήλθον και είδον πού έμενεν ο Ιησούς, και επειδή ήτο τότε ωσεί τετάρτη μετά μεσημβρίαν, έμειναν παρ' αυτώ την ημέραν εκείνην· και πιθανώς εκοιμήθησαν παρ' αυτώ την νύκτα εκείνην· και προτού ο ύπνος κλείση τα βλέφαρά των, εγνώριζον και ησθάνοντο εις τα μύχια της καρδίας των ότι η βασιλεία των ουρανών είχεν έλθει, ότι αι ελπίδες των αιώνων τώρα είχον πληρωθή, ότι ευρίσκοντο προ Εκείνου, τον οποίον επόθουν όλα τα έθνη, προ του Ιερέως του μεγαλειτέρου του Ααρών, του προφήτου του μεγαλειτέρου του Μωυσέως, του βασιλέως του μεγαλειτέρου του Δαυίδ, του αληθούς Αστέρος του Ιακώβ και Σκήπτρου του Ισραήλ.

Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότας, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ' εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του.

Εν τούτοις το τρίτον του στρατεύματος των Μασσαγετών επελθόν κατέσφαξεν εκείνους τους οποίους είχεν εγκαταλίπει ο Κύρος, με όλην την αντίστασιν ην κατέβαλον ούτοι όπως υπερασπίσωσιν εαυτούς. Έπειτα ιδόντες οι Μασσαγέται τα έτοιμα φαγητά, αφού ενίκησαν τους εναντίους εκάθησαν χαμαί και έτρωγον· αφού δε εκορέσθησαν τρώγοντες και πίνοντες, εκοιμήθησαν.

Γράφοντας μετά από περισσότερα από είκοσι χρόνια από εκείνη την στιγμή, ο Άγιος Παύλος μας δίνει την αξιοσημείωτη μαρτυρία ότι η πλειονότητα των μαρτύρων της ανάστασης ζούσαν ακόμη, και ότι μόνο μερικοί «εκοιμήθησαν».

Τα δύο παιδία, ομήλικα, έφαγον της ιδίας τροφού το γάλα, εναναρίσθησαν εις την ιδίαν αγκάλην, εκοιμήθησαν εις το ίδιον λίκνον, το έν παρά το άλλο κ' εντός του ιδίου δωματίου μαζί, έκαμον τα πρώτα σφαλερά βήματά των και ήρθρωσαν τας πρώτας, άνευ εννοίας και άνευ σκοπού, λέξεις των.

Και ευθύς εκαβαλίκευσαν τα άλογά τους και επήραν μίαν στράταν παράμερον αγνώριστοι, και όλην την ερχομένην ημέραν επεριπάτησαν έως που ενύκτωσε· και εκείνην την νύκτα εκοιμήθησαν εις ένα δάσος, και όταν εξημέρωσε πάλιν ακολούθησαν τον δρόμον των έως το μεσημέρι, οπού έφθασαν εις ένα λιβάδι σιμά εις την θάλασσαν, και έμειναν υποκάτω εις ένα δένδρον διά να αναπαυθούν από τον κόπον, και άρχισαν να συνομιλούν διά την ασέλγειαν των γυναικών των.

Ο Κ. Σπυράκης υπεσχέθη ότι θα έλθη το πρωί να μας παραλάβη και συνοδεύση, καθώς συνεφωνήθη, διά να ίδωμεν τα αξιοπερίεργα της νήσου. Την θύραν μας ήνοιξε και πάλιν η γραία υπηρέτρια. Η Κυρία Σοφία δεν εφάνη, έτι δε ολιγώτερον η Κυρία Ελένη. Εις απάντησιν ερωτήσεως του Κ. Μελέτη, απορούντος δήθεν διά την μη εμφάνισίν των, η Μαρία τον επληροφόρησεν ότι αι κυρίαι εκοιμήθησαν.

Από στόμα εις στόμα επήγαιναν αι λέξεις: «ωραίον, λαμπρόν, τεχνικώτατον!» Ο θαυμασμός ήτο γενικός, και ο βασιλεύς έδωκεν εις τους αγύρτας τον τίτλον: υφανταί της Βασιλικής αυλής. Όλην την νύκτα προ της τελετής οι αγύρται δεν εκοιμήθησαν: Ήναψαν δεκαέξ λύχνους, και ο λαός τους έβλεπε από τα παράθυρα να υφαίνουν τα βασιλικά φορέματα.