United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις το μέσον της πόλεως ευρίσκεται το δημόσιον κατάστημα, όπου μένει καθ' όλην την νύκτα ο άρχων και καλεί έκαστον με το όνομά του• όστις δε παρακούση καταδικάζεται εις θάνατον ως λιποτάκτης• ο δε θάνατος είνε να σβυσθή. Ημείς δε παριστάμενοι εβλέπαμεν τα γινόμενα και ηκούσαμεν τους λύχνους ν' απολογούνται και να δικαιολογούν την βραδύτητά των.

Όταν εξήλθαμεν, δεν είδαμεν κανένα άνθρωπον, αλλά λύχνους πολλούς, οίτινες επεριπάτουν εις την αγοράν και εις τον λιμένα• και άλλοι μεν εξ αυτών ήσαν μικροί, και ούτως ειπείν πτωχοί, ολίγοι δε μεγάλοι και ισχυροί, υπέρλαμπροι και διακρινόμενοι από τους άλλους. Είχον δε έκαστος την κατοικίαν του και λυχνεώνας και ονόματα όπως οι άνθρωποι.

Τότε με μιας η κάμαρα σκοτείνιασε και πάλι· κ έκραξε αυτός τους δούλους του, που ύπνο βαρύ εκοιμώνταν «Φέρετε φως, ανάψτε φως από τη σκάρα αμέσως »και σύρετε τα δυνατά τα μάνταλα απ' τις θύρες». «Εκείνος κράζει· ατρόμητοι δούλοι του σηκωθήτε». Είπεν αυτή που στις σκληρές μυλόπετρες κοιμώταν. Κ' ήρθαν οι δούλοι βιαστικά και μ' αναμμένους λύχνους, κ' εγέμισεν η κάμαρα.

Και αφού επέρασεν αρκετή ώρα, είδα και εβγήκεν ο γέρων και οι σκλάβοι· και αφού εσκέπασαν την θύραν του υπογείου με την σχάραν και αφού έρριξαν απ' επάνω χώμα, ανεχώρησαν εις το πλοίον τους· και μη βλέποντας τον νέον να έβγη μαζί τους εσυμπέρανα ότι τον άφισαν εκεί μέσα· και αφού το πλοιάριον έκαμε πανιά και απεμακρύνθη αρκετά, εγώ περίεργος να ιδώ τι ήτον εκείνο το φαινόμενον, κατέβην από τα δένδρον, επήγα εις εκείνο το μέρος έβγαλα το χώμα, άνοιξα μίαν σιδηράν θύραν και βλέποντας μίαν σκάλαν έως είκοσι σκαλίδια, κατέβην έως κάτω και εκεί βλέπω ένα υπόγειον εύμορφα κατασκευασμένον με θόλον και καμάρες, φωτισμένον με διαφόρους λύχνους και λαμπάδας, στρωμένον με ωραίους τάπητας και μαξιλάρια και τον νέον εκείνον καθήμενον με ένα βιβλίον εις τας χείρας ο οποίος ως με είδεν εφοβήθη.

Ταύτα ακούσας ο Μυκερίνος, επειδή είδεν ότι ήτο καταδεδικασμένος, διέταξε να κατασκευάσωσι πολλούς λύχνους τους οποίους ήναπτε την νύκτα, πίνων και εντρυφών, χωρίς να παύη μήτε ημέραν μήτε νύκτα· περιήρχετο δε τας λίμνας και τα άλση και όπου ήθελε μάθει ότι υπήρχον ευάρεστοι διασκεδάσεις.

Από στόμα εις στόμα επήγαιναν αι λέξεις: «ωραίον, λαμπρόν, τεχνικώτατον!» Ο θαυμασμός ήτο γενικός, και ο βασιλεύς έδωκεν εις τους αγύρτας τον τίτλον: υφανταί της Βασιλικής αυλής. Όλην την νύκτα προ της τελετής οι αγύρται δεν εκοιμήθησαν: Ήναψαν δεκαέξ λύχνους, και ο λαός τους έβλεπε από τα παράθυρα να υφαίνουν τα βασιλικά φορέματα.