United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε εφούσκωσεν η θάλασσα και εσκέπασε το βουνόν έως εις τα θεμέλια του ναού· και ιδού είδα το πλοιάριον με έναν άνθρωπον που εκούπιζε και ήρχετο προς εμέ και εγώ ευθύς εμβήκα εις το πλοιάριον και ο άνθρωπος εκείνος ο μπρούντζινος εγύρισεν οπίσω και εκούπιζε με βίαν και χωρίς να ομιλήσω παντελώς εχαιρόμουν, που το όνειρον αλήθευσεν εις όλα.

ΛΑΜΠ. Τι, έπρεπε να έλθω γυμνός, ω Ερμή, εγώ ένας βασιλεύς; ΕΡΜ. Βασιλεύς πλέον δεν είσαι, αλλά νεκρός• ώστε να ταφήσης αυτά. ΛΑΜΠ. Ιδού, απέρριψα τον πλούτον. ΕΡΜ. Και την αλαζονείαν ν' απορρίψης, Λάμπιχε, και την υπεροψίαν διότι θα δώσουν βάρος εις το πλοιάριον και τα δύο μαζή. ΛΑΜΠ. Τουλάχιστον να μου επιτρέψης να έχω το διάδημα και τον μανδύαν. ΕΡΜ. Όχι, αλλά και αυτά να ταφήσης.

Εκεί πρέπει να αποβής από το πλοιάριον και να εξακολουθήσης την πορείαν σου εις την όχθην επί τεσσαράκοντα ημέρας, διότι εντός του Νείλου είναι διεσπαρμένοι σκόπελοι οίτινες εξέχουσι και ύφαλοι υπό το ύδωρ διά των οποίων είναι αδύνατον να πλεύσης.

Και αφού επέρασαν εννέα ημέραι του ταξειδίου μας, είδα μακρόθεν κάποια νησιά· τότε από την χαράν μου μεγαλοφώνως ευχαρίστησα το όνομα του μεγάλου Προφήτου, χωρίς να στοχασθώ την παραγγελίαν του γέροντος, που με ημπόδισε να αναφέρω το όνομα του Προφήτου· και μόλις ετελείωσα ταύτα τα λόγια ιδού το πλοιάριον ομού με τον άνθρωπον εβυθίσθη εις το πέλαγος.

Η δυσκολία, την οποίαν επέφεραν εις τον I. Θ. Κολοκοτρώνην, έδωκεν αιτίαν εις τους άλλους Πελοποννησίους αρχηγούς να μεταχειρισθώσι πλαγίους τρόπους προς αναχώρησιν. Ο μεν Σισίνης λοιπόν έφυγε κρυφίως, μεταβάς εις το άντικρυ του Κερατζινίου νησίδιον, από το οποίον ανεχώρησε μισθώσας με ικανήν χρηματικήν ποσότητα έν πλοιάριον.

Το πλοιάριον εκείνο ανήκεν εις Εβραίους εμπόρους μεταβαίνοντας εις Μασσαλίαν, ίνα πωλήσωσι χριστιανούς δούλους εις τους Σαρακηνούς της Ισπανίας. Κατά τους χρόνους εκείνους οι απόγονοι του Ισραήλ αντί να καταπιέζωνται ήσαν παντοδύναμοι κατά την μεσημβρινήν Γαλλίαν.

Εγώ έλαβα περιέργειαν διά να υπάγω να ακούσω το τοιούτον φαινόμενον, και εζήτησα την άδειαν του βασιλέως και αυτός δε μου διώρισεν ένα πλοιάριον με διαφόρους ναύτας, διά να με φυλάξουν εις το ταξείδι εκείνο από τον κίνδυνον που δύνανται να προξενήσουν εκεί τα κήτη της θαλάσσης.

Τότε ενθυμήθη την χορεύτριαν του πύργου, και εσυλλογίσθη ότι δεν θα την μεταϊδή, και εβόισαν εις τ' αυτιά του οι στίχοι του νανναρίσματος: $Νάνι, θα 'λθη η μάνα του $Απ' το δαφνοπόταμο $Κι από το γλυκό νερό, $Να του φέρη λούλουδα, $Λούλουδα, τριαντάφυλλα $Και μοσχογαρούφαλα. Ενώ ενθυμείτο όλα αυτά, το χάρτινον πλοιάριον ήνοιξε και έπεσεν ο στρατιώτης εις το νερόν.

Την νύκτα της δευτέρας ημέρας, περιστρεφόμενος εν τη αγρυπνία μου επί της σκληράς σανίδος, ήτις ήτο η στρωμνή μου, εσχημάτισα την απόφασίν μου. Δεν ήμην πλασμένος διά βίον στρατοπέδου. Το εμπόριον ήτο η κλίσις μου. Την πρωίαν μετέβην εις Μύλους, όπου ηύρα ευτυχώς πλοιάριον έτοιμον διά Σπέτσας και ανεχώρησα.

Αλλ' ο άνεμος ήτο σφοδρός, εντός δε του λιμένος και εις το πέλαγος ούτε πλοίον εφαίνετο, ούτε πλοιάριον, ουδέ διεκρίνετο άντικρυ σημείον ζωής. Η δε παραλία ήτο ήδη κατειλημμένη υπό άλλων προσφύγων, προ ημών αφιχθέντων και συσσωρευθέντων εκεί με την αυτήν ως ημείς ελπίδα. Δεν τους είδομεν ούτε τους ηκούσαμεν μακρόθεν.