Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Παρ' ουδενός άλλου ηδυνήθην να μάθω τι· διά να μάθω δε περισσότερα, εξέτεινα τας αναζητήσεις μου· και μέχρι μεν της Ελεφαντίνης πόλεως μετέβην και τα είδον ιδίοις όμμασιν, απ' εκεί δε και πέραν τα παρέλαβον εξ ακοής. Άνωθεν της Ελεφαντίνης πόλεως το έδαφος είναι ανωφερές, και ο θέλων να αναπλεύση τον ποταμόν είναι ηναγκασμένος να δέση το πλοιάριον εξ αμφοτέρων των πλευρών και να το σύρη ως βουν.

Ο στρατιώτης δεν απεκρίθη γρυ, αλλ' έσφιγγε το όπλον του και εσιωπούσε. Το πλοιάριον εξηκολούθει να τρέχη εμπρός. Ο δε ποντικός έτρεχε κατόπιν και εφώναζε: — Πιάσετέ τον, πιάσετέ τον, δεν έχει διαβατήριον! Πιάσετέ τον!

Ενθυμούνται αρά γε το της μητρικής μου οικογενείας μετά τοσούτων ετών παρέλευσιν ; Και αν το ενθυμούνται, θα με αναγνωρίσωσι, θα με υποδεχθώσιν ως παλαιάς φίλης υιόν; Αλλ' αι προτροπαί της μητρός και η ανάγκη ενίκησαν τους δισταγμούς και την δειλίαν μου, και επιβιβασθείς εις μικρόν Μυκόνιον πλοιάριον αφίχθην μίαν εσπέραν εις Τήνον.

Μα ελύθη ο θαυμασμός μου οπόταν αυτός ακολούθησε να μου ομιλεί, ούτω λέγοντας· το δαχτυλίδι που εσύ φορείς εις το δάκτυλον είνε η Πούλλα του Προφήτου Σολομώντος και όποιος το φορεί δεν ημπορεί να κινδυνεύση, ή να χαθή μέσα εις τες δυστυχίες· του λόγου σου ημπορείς να πλεύσης εις την θάλασσαν με ένα απλούν πλοιάριον χωρίς να σου κάμη κακόν η θάλασσα ή τα κύματα· τα ζώα τα πλέον θηριώδη δεν ημπορούν να σε βλάψουν· έχεις μίαν μεγάλην εξουσίαν εις τα εξωτικά και εις τα τελώνια· όλα τα μαγικά χαλούνται από ετούτο το θαυμαστόν δακτυλίδιον.

Διά τούτο ετόλμησα να σύρω εις την θάλασσαν το προ πολλού αργούν επί της άμμου πλοιάριόν μου και μετά πρόχειρον επισκευήν να ανοιχθώ εις πέλαγος. Ας δώσουν δε οι θεοί να πνεύση εκ μέρους υμών ευμενής άνεμος, καθότι τώρα μάλιστα έχω ανάγκην βοηθητικού και ευνοϊκού ανέμου όστις να κολπώση τα ιστία μου, και εάν φανώ άξιος των προσδοκιών σας, να λεχθή και δι' εμέ το Ομηρικόν•

Δεν ήτο δίκηο να χάσω τον κόπον μου! Ο μπάρμπ’-Αλέξης ο Καλοσκαιρής δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος διά να πηδήση εις τον άλλον κόσμον είχε το ιδικόν του. Καλά που ευρέθη κι' αυτό το υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτης, φελούκα παμπάλαιος, διά να θαλασσοπνίγεται και πορίζεται τα προς το ζην ο μπάρμπ’-Αλέξης. Ήτο πτωχός, πάμπτωχος.

Και τώρα δείξε μου τας περιφήμους πόλεις, περί των οποίων γίνεται λόγος και κάτω εις τον Άδην, την Νινευή του Σαρδαναπάλου, την Βαβυλώνα, τας Μυκήνας, τας Κλεωνάς και την Ίλιον. Από την τελευταίαν είχα άλλοτε πολλούς επιβάτας και επί δέκα έτη δεν μ' αφήκαν να τραβήξω έξω και να καλαφατήσω το πλοιάριον.

Το πλοιάριον επλησίαζεν εις τον κρημνόν ο πτωχός στρατιώτης δεν ημπορούσε να το σταματήση· επλησίασεν, έφθασεν εις την άκραν, εστρεφογύρισε και εκρημνίσθη! Ο στρατιώτης ετεντώθη όσον ημπορούσεν, αλλά ούτε καν έκλεισε το μάτι του.

Αλλά την αυγήν όταν έπαυσαν, εμείς ανέβημεν εις το νησί εκείνο το ακατοίκητον και δεν είδαμεν άλλο εκεί παρά σπήλαια μεγάλα και φοβερά εις την θεωρίαν και πλησιάσαντες εις την θύραν ενός σπηλαίου, ηκούσαμεν μέσα μίαν βοήν, και ηχολογήν φοβερά, ώστε μας εβίασεν ο φόβος να φύγωμεν ογλήγορα· και αναχωρούντες απ' εκείνο το νησί, εις την αναμεταξύ οδοιπορίαν παρετηρήσαμεν ένα παράδοξον συμβάν· ήγουν αρμενίζοντας ημείς εις τα πέλαγος είδαμεν μακρόθεν ένα μεγαλώτατον κήτος και εκατάπινεν ένα πλοιάριον από το μέρος της πρώρας· τα κουπιά όμως το κατάρτι και τα σχοινιά του επεριπλέχθησαν εις το στόμα και τα δόντια του κήτους και δεν ημπορούσε να το καταπίη ολόκληρον· ως τόσον οι άνθρωποι από τον φόβον τους άρχισαν να φωνάζουν προς ημάς· «βοήθεια, αδελφοί, σπεύσατε διά να μας ελευθερώσητε».

Ευχαριστήσαμεν τον Ουρανόν που μας ελευθέρωσε, και ήτον τόση η χαρά μας, ωσάν να ήμασθε εις ένα ασφαλή λιμένα, με όλον που ευρισκόμασθε εις την μέσην της θαλάσσης χωρίς καμμιάς λογής φαγητόν και πιοτόν και το αδύνατον πλοιάριον που μας έφερεν ήτον εις κάθε στιγμήν εις κίνδυνον διά να μας αναποδογυρίση.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν