United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί τινος υψηλού λόφου υπερκειμένου της πόλεως Σπάρτης, ήτο ιδρυμένη μεγαλοπρεπής οικοδομή. Το μέγαρον τούτο έμενεν ακατοίκητον κατά τας τρεις ώρας του έτους, κατωκείτο δε συνήθως κατά τους χειμερινούς μήνας. Το μέγαρον τούτο ήτο του Δεσπότου της Πελοποννήσου. Καθ' ον χρόνον υπόκεινται τα της παρούσης ιστορίας, ήτοι κατά Μάιον του έτους αωνγ', ο οίκος ούτος έμενεν ακατοίκητος.

Και αυτό το Πελασγικόν, το οποίον έκειτο κάτωθεν της ακροπόλεως και ήτο κατηραμένον να μένη ακατοίκητον ένεκα της απαγορεύσεως ενός ακροτελευτίου στίχου του Πυθικού μαντείου λέγοντος « Προτιμότερον να μένη έρημον το Πελασγικόν », κατωκήθη τότε ένεκα της στιγμιαίας ανάγκης.

Ως τόσον, ω αυθέντη μου, ακολούθησεν αυτή η βασιλοπούλα, εσύ με εξύπνησες, άνοιξες την πόρτα του καστελλιού, το οποίον εις εσένα δεν εστάθη αφανές· δεν έχω δίκαιον να αμφιβάλλω, αν εσύ είσαι ένας άνθρωπος, και το περισσότερον που με θαυμάζει είναι που είσαι ζωντανός· επειδή και είχα ακούσει από το στόμα του εξωτικού, ότι τα ζώα τα θανατηφόρα ήθελαν κατασχίσει όλους εκείνους, που ήθελαν πλησιάσει εις ετούτο το νησί· και διά ταύτην την αιτίαν εκαταστήθη ακατοίκητον.

Την πέμπτην ημέραν είχεν ήδη γίνει καλοκαιρία, ο πάγος διελύετο και η θάλασσα επανήρχετο εις την φυσικήν της κατάστασιν. Αφού δ' επλεύσαμεν έως τριακοσίους σταδίους, επλησιάσαμεν εις νήσον μικράν και ακατοίκητον, από την οποίαν επήραμεν νερόν, διότι το είχαμεν ήδη εξαντλήσει και φονεύσαντες δύο αγρίους ταύρους απεπλεύσαμεν.

Εγώ έμεινα επάνω εις το νερόν κολυμβώντας όσον ηδυνάμην κατά το επίλοιπον της ημέρας· έφθασεν όμως μία νύκτα σκοτεινή με άνεμον σφοδρόν και άρχισε να βοά η θάλασσα από τα κύματα και εγώ σχεδόν έχασα τας δυνάμεις μου, όταν αιφνιδίως ένα κύμα σφοδρόν με έφερεν εις το περιγιάλι του νησιού και με έρριξεν έξω, επάνω εις την άμμον και όταν επάτησα στερεάν γην, με γρηγορότητα έτρεξα διά να μην έλθη άλλο κύμα και με σύρη μέσα· ως τόσον εβγήκα υγιής εις το νησί· και την αυγήν όταν εξημέρωσεν, περιτριγύρισα όλο εκείνο το νησί και αγκαλά το εύρον έρημον, και ακατοίκητον και μακράν από την στερεάν έως ογδοήντα μίλια, το οποίον με ελύπησεν αρκετά, ήτον όμως γεμάτο από διάφορα χόρτα και δένδρα καρποφόρα· όθεν παρηγόρησα ολίγον την πεινασμένην και ταλαιπωρημένην κοιλίαν μου με τα οπωρικά που εύρον.

Εύρομεν ακατοίκητον το νησί, στολισμένον όμως με διάφορα είδη χόρτων και με πολυποίκιλα καρποφόρα δένδρα και με διάφορα νερά αναβρυστικά, που επότιζαν όλα εκείνα, τα χόρτα και δένδρα· επεριδιαβάζαμεν εδώ και εκεί εις τες πρασινάδες και εις τα εύμορφα άνθη.

Εγώ πάλιν έμεινα τεθλιμμένος εις εκείνο το ακατοίκητον νησί· την ερχομένην νύκτα επέρασα εις εκείνο το υπόγειον· την επαύριον εβγήκα έξω περιδιαβάζων ανάμεσα εις εκείνα τα δένδρα, και ετρεφόμουν από τους καρπούς των και επέρασα με τέτοιαν πολυστένακτον ζωήν τριάντα ημέρας, θεωρώντας πάντοτε την θάλασσαν, μήπως και ιδώ κανένα πλοίον να περνά από εκεί σιμά.

Και εκεί που εστοχαζόμεθα τοιούτης λογής ο Σαέδ μου λέγει· Αυθέντη μου, εγώ στοχάζομαι ότι μη όντας κατοικημένον ετούτο το νησί, είνε ένα σημείον ότι δεν ημπορεί να σταθή κανείς εδώ· αυτό θέλει έχει κανένα πράγμα που το κάνει ακατοίκητον. Αλλοίμονον εις εμέ· οπόταν ο δυστυχής Σαέδ έτσι ωμιλούσε δεν επίστευα ότι λέγει τόσον καλά την αλήθειαν.

Και μετά είκοσι ημερών αρμένισμα εφθάσαμεν εις ένα νησί, εις το οποίον αράξαμεν διά να αναπαυθώμεν ολίγον, και να φροντίσωμεν διά νερόν και ξύλα τα χρειαζόμενα· και προβαίνοντες εις τα εσωτερικά μέρη του νησιού, το ηύραμεν ακατοίκητον είδομεν όμως μακρόθεν ένα αυγόν του ορνέου ονομαζόμενου Ροκ, εις το μέγεθος παρόμοιον με εκείνο που σας εδιηγήθην εις το δεύτερόν μου ταξείδιον και πλησιάσαντες εκεί βλέπομεν να έχη μέσα ένα μικρόν πουλί του Ροκ, που άρχιζε να φαίνεται ολίγον η μύτη του.

Σημειωτέον ότι η προικοδοσία της οικίας εις το παλαιόν ακατοίκητον χωρίον είχε τούτο το ευλογοφανές, ότι πολλαί οικίαι εσώζοντο ακόμα εις το Κάστρον, ότι οικογένειαί τινες συνείθιζον να διατρίβωσι το θέρος εκεί, και ότι εις την φαντασίαν των ανθρώπων υπήρχε προκατάληψις υπέρ του «Παλαιού χωριού», το οποίον επονούσαν οι γεροντότεροι, και δεν είχαν συνειθίσει ακόμα ούτε εις την νέαν τάξιν των πραγμάτων, ούτε εις βίον ειρηνικόν, χωρίς επιδρομάς κλεφτών και πειρατών και της Τουρκικής αρμάδας, και η εγκατάστασις εις την νέαν πόλιν δεν ενομίζετο οριστική, αλλ' υπήρχε προσδοκία, ότι οι άνθρωποι θα εβιάζοντο και πάλιν να επανέλθουν εις τα παλαιά, τα «μαθημένα» των.