United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΥΚΛ. ω πατέρα, τι έπαθα από τον κατηραμένον ξένον ο οποίος, αφού μ' εμέθυσε, μ' ετύφλωσε ενώ εκοιμώμουν. ΠΟΣ. Και ποιος ήτο αυτός που είχεν αυτήν την τόλμην, Πολύφημε; ΚΥΚΛ. Εις την αρχήν έλεγεν ότι ωνομάζετο Κανείς, αφού δε έφυγε και ευρέθη έξω βολής, είπεν ότι το όνομά του είνε Οδυσσεύς. ΠΟΣ. Γνωρίζω ποιόν λέγεις, τον Ιθακήσιον, που έρχεται από την Ίλιον.

Έλαβα μηχανικώς το καρφίον, το οποίον είχε πέσει επί της κλίνης και επροσπάθησα να το βάλω εις την προτέραν θέσιν του. Η εργασία αύτη με απησχόλησεν επί τινας στιγμάς. — Ιδού, είπα, διωρθώθη το πράγμα και δεν θα εννοήσουν αύριον ότι διεσκεδάσαμεν την νύκτα αποκαλύπτοντες τα μυστικά των. — Τι ήθελες να με φέρης εις αυτό το κατηραμένον μέρος! υπέλαβεν ο Νίκος.

Και αυτό το Πελασγικόν, το οποίον έκειτο κάτωθεν της ακροπόλεως και ήτο κατηραμένον να μένη ακατοίκητον ένεκα της απαγορεύσεως ενός ακροτελευτίου στίχου του Πυθικού μαντείου λέγοντος « Προτιμότερον να μένη έρημον το Πελασγικόν », κατωκήθη τότε ένεκα της στιγμιαίας ανάγκης.

Το παράδοξον ή μάλλον εκείνο το οποίον μ' εφάνη παράδοξον, αν και ήτο φυσικώτατον, είνε ότι όσα υπέφερα εις τον κατηραμένον εκείνον χορόν από την κακολογίαν του Χαλδούπη και την διαγωγήν της Χριστίνας, αντί να με ψυχράνουν, με έκαναν να την ερωτευθώ ή τουλάχιστον να την επιθυμήσω σφοδρότερα και από την ημέραν όπου απεφάσισα να την πάρω διά να παύσω να την επιθυμώ.

Με την χλαίναν του εκάλυψε τα νώτα αναλαβών αυτήν από του βράχου, και κατεβίβασε το βρακίον, περιενδύσας τας γυμνάς κνήμας του. Τας περικνημίδας και τα υποδήματα είχε καταλίπει εις την λέμβον. Εξεσφενδόνισεν εις την θάλασσαν το μανδήλιον και τα όστρακα μετά μίσους και αποστροφής, ως τι κατηραμένον πράγμα. Ο ήλιος μετ' ολίγον έδυεν.

Κατηραμένον να είναι το Άντιον, το οποίον θα μας χωρίση προσωρινώς, κατηραμένα τα ταξείδια του Αενοβάρβου! Τρισμακάριστος διότι δεν είμαι τόσον πολυμαθής όσον ο Πετρώνιος, διότι τότε θα ήμην ίσως υποχρεωμένος να υπάγω εις την Ελλάδα. Αλλ' η ανάμνησίς σου θα γλυκάνη δι' εμέ τας ώρας του χωρισμού.

Πλην των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των άλλων μεγάλων εορτών, επικρατεί η συνήθεια εις την Σύραν να νηστεύουν και τας παραμονάς των μεγάλων χορών. Το οχληρότερον από όλα ήτο η διηνεκής απασχόλησις της Χριστίνας και τα παντός είδους χαρτιά, τα οποία ετύλιγε την νύκτα εις τα μαλλιά της. Από την ημέραν όπου ελάβαμεν το κατηραμένον εκείνο προσκλητήριον, ήτο ως να μην είχα γυναίκα.

Αλλά δεν σπεύδει προς το ήδη προσδιωρισμένον τέρμα· πορευόμενος εις το κατηραμένον παλάτι της Ελσινόρης σταματά εις το νεκροταφείον, ως να ήθελε να ξανασάνη από τον κάματον και από τα μισητά έργα της ζωής εις την έρημον επικράτειαν του θανάτου.