United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ποιος λοιπόν εσκότωσε τον φονέα του αδελφοποιτού σου; — Ποιος άλλος είχε το καθήκον παρά εγώ, είπεν ο Τούρκος μετά τοιαύτης υπερηφανείας, ώστε να τον βδελυχθώ. — Και πώς; Τέτοιο κακό! εψέλλισα έπειτα μηχανικώς μάλλον και αβουλήτως. — Χμ! είπεν ο Τούρκος. Δεν είναι γραμμένο στο χαρτί σας; Μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λάβης!

Πιάστε την! πιάστε την! έλεγε μηχανικώς και ο Βούγκος. Ο Κατούνας, ο Σκούντας και ο Τρανταχτής είχον περικυκλώσει την Αϊμάν, και οι Γύφτοι δεν ηδύναντο ευκόλως να πλησιάσωσι. — Γλυτώστε την! έκραξεν ο Μάχτος, ελπίσας βοήθειαν παρά των ανθρώπων ταύτων. — Τι τρέχει; ηρώτα ο μπάρμπα Κατούνας διανοούμενος ότι έπραξε κακώς να βραδύνη τόσον να κλείση το καπηλείον.

Ο Κουμπής απώθησε τα στέφανα επί της τραπέζης, κάτω της Αγίας εικόνος, έκαμεν ένα σταυρόν, κ' έδωκε την χείρα εις την Λελούδαν. — Έλα, αγάπη μου. Η κόρη εσηκώθη μηχανικώς. Ούτε ήθελεν, ούτε ηδύνατο ν' αντισταθή. Εστάθη εκείνος δεξιά, και αύτη αριστερά, αντικρύ της εικόνος. — Τώρα θα μας κάμης πατριαρχικόν γάμον, δέσποτα, όπως συνηθίζουμ' εμείς στο Φανάρι.

Τα ολίγα δε χάλκινα κέρματα, άτινα μηχανικώς εμέτρει την στιγμήν εκείνην η χειρ του εντός του θυλακίου της περισκελίδος του, χωρίς να κατορθόνη να τα αυξήση από τεσσάρων εις πέντε, δεν ήρκουν ούτε διά μίαν ανθοδέσμην ούτε δι' ένα χάρτινον σάκκον σακχαρωτών.

Ούτε εις τούτο ημπορώ να σε φωτίσω, κυρά μου. Δεν κατοικώ εδώ. — Και πού κατοικείς; — Είμαι έπαρχος Θήρας. Και θέσας, μηχανικώς την χείρα εις το θυλάκιόν του έψαυσε την εφημερίδα. Ευχαρίστως ήθελε διακοινώσει τα περιεχόμενά της εις την γραίαν, αλλ' εσκέφθη ότι η περίστασις δεν ήτο κατάλληλος και απέσυρε την χείρα κενήν. — Α! Έπαρχος είσαι του λόγου σου, υπέλαβεν η γραία. Και νομάρχης!

Ήσαν ένοπλοι, και τα τουφέκια και τα πιστόλια των έστιλβον επί της λερής περιβολής των. Ο μπάρμπ’-Αλέξης εφοβήθη μέγαν φόβον. Ουδ' επί στιγμήν αμφέβαλεν ότι ήσαν λησταί. Ακούει δευτέραν φωνήν· — Ε! καραβά! έλα γλήγορα να μας πάρης. — Τώρα, τώρα! απήντησε μηχανικώς ο μπάρμπ’-Αλέξης. Και αφού ανέσυρε την άγκυραν, έλαβε τας κώπας.

Ο Σκούντας απήντησε μηχανικώς ότι θα έλθη. — Πότε; ηρώτησεν η Αϊμά. — Πολύ γρήγορα, απήντησεν ο Σκούντας, ίσως.... Ήθελε να είπη «ίσως απόψε», αλλά διεκόπη επί τη παρουσία της Βεάτης. Ότε οι δύο απεσύρθησαν, η Αϊμά κατεκλίθη μεστή της ιδέας ταύτης, ότι ο αδελφός της έμελλεν όσον ούπω να έλθη, και περιέμενεν αυτόν εις τα όνειρά της.

Εδώ έκοψε μηχανικώς ολίγον άρτον, ως εάν ήθελε να εξακολουθήση το φαγητόν της· αλλά πριν τον θέση εις το στόμα, ητένισε πάλιν διά του παραθύρου, είδε τον αείρροον Βόσπορον, είδε τα παλινοστούντα σκάφη, και στενάξασα εκ μέσης καρδίας επανέλαβεν αργά και θλιβερά: — Έτσι περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Απ' εκεί που εφοβούμουν δεν έπαθα τίποτε· και απ' εκεί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό!

Αλλ' ενώ ταύτα πάντα έπραττε μηχανικώς, ο οφθαλμός αυτής πανταχού ανεζήτει τον Φλώρον, και το πνεύμα επτερύγιζε περί την κλίνην της ως μέλισσα περί άνθος, πολλάκις δε εις το διάστημα της ημέρας εκείνης εψιθύρισεν ως Προφητάναξ «Τις δώσεί μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς και πετασθήσομαι και καταπαύσω! »

Ίστατο προ της συζύγου του ενεός και άφωνος, ως μη αναγνωρίζων αυτήν, ως παράφρων προς στιγμήν γενόμενος. — Λέγε μου λοιπόν! επανέλαβεν η Σοφία, με τι τας επλήρωσες; — Θα τας πληρώσω αύριον, . . απήντησε μηχανικώς ούτως ειπείν ο κερδοσκόπος. — Με τι; με τι; επέμενε κραυγάζουσα η νεαρά γυνή.