Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Οι άλλοι αγαπητικοί της έπασχαν και αυτοί να κρατούν την φιλίαν της, δίδοντες και αυτοί μεγάλα χαρίσματα, τόσον που αυτή η γυναίκα επλούτησε από τες γύμνωσές μας. Αφού και έφθειρα όλον το έχειν μου μην έχοντας πλέον να εξοδεύσω, εφοβούμουν πως η αγαπημένη μου δεν θα με ήθελε δεχθή πλέον με εκείνην την προθυμίαν, που με εδέχονταν.

Έγεινε λοιπόν καλά; Ξέρεις, Κώστα, πως υποπτευόμουν, ότι μ' είχες γελάσει, κ' εφοβούμουν πώς η μητέρα σου δε θάθελε το γάμο μας, πώς δεν θα είχε της ιδέες που μούλεγες εκεί κάτω. Κ ώ σ τ α ς. Μαρία η μητέρα δεν λέει ποτέ όχι Εις όλη την ζωή της δεν είπεν όχι εις τον πατέρα μου και τώρα ούτε εις εμένα. Μ α ρ ί α. Την θαυμάζω. Κ ώ σ τ α ς. Λοιπόν πηγαίνω. Au revoir. Σκηνή δ'. Κ ώ σ τ α ς.

Αυτή η φανέρωσις που αυτή μου έκαμε, μου επροξένησε μίαν αντράλωσιν, που δεν ήξευρα τι να αποκριθώ, επειδή και αν εκαταφονούσα την ζήτησίν της εφοβούμουν να μην την θυμώσω και με θανατώση· όθεν έστεκα χωρίς να ηξεύρω τι να είπω.

Ω φίλε, μεγάλην σύγχισιν μου έδωσες μην ηξεύροντας πού ήσουν, και εφοβούμουν μήπως και σου έτυχε τίποτες εναντίον και ποίαν μεταβολήν βλέπω εις του λόγου σου; υποκάτω εις ποία φορέματα μου παρουσιάζεσαι εις τους οφθαλμούς μου, μου φαίνεται να είσαι εις καλήν στάσιν; Βέβαια, φίλε μου εγώ του απεκρίθηκα, η τύχη μου μ' εμετάβαλεν εις ευτυχίαν· θέλω και συ να είσαι μάρτυς όλης μου της ευτυχίας και να ωφεληθής και συ από την ευτυχίαν μου· παραίτησε το κονάκι σου, και έλα να κατοικήσης μετ' εμένα.

ΟΦΗΛΙΑ Κύριέ μου, ποσώς· αλλ' ως μ' έχεις προστάξη του γύρισα τα γράμματά του και του αρνήθην να τον δεχθώ. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Και αυτό τον έφερετην τρέλλαν. Έπρεπ', ωιμέ, προσεκτικά να τον σπουδάσω καλήτερα· εφοβούμουν μήπως παίζη κ' έχη σκοπόν να σ' αφανίση' ανάθεμαεκείνην την υποψίαν μου!

Ως τόσον ενύκτωσε και το άλογόν μου εκινδύνευε να ψοφήση από την πληγήν και τον κόπον και στοχαζόμενος να φυλάξω την ζωήν μου έφυγα πεζός μέσα εις το δάσος αρκετόν διάστημα διά νυκτός με το φως των αστέρων. Αλλ' όταν κουράσθην μη δυνάμενος πλέον να περιπατήσω, εστοχάσθηκα να αναπαυθώ ολίγον, αλλ' επειδή εφοβούμουν τα θηρία ανέβηκα επάνω εις ένα δένδρον και εκεί εξενύκτησα.

Εγώ σαν τάκουσα, να τι είπα μέσα μου, σου ξεμολογούμαι: «Καλά, ανίσως δεν τον κάμη καλά η χάρι της, μπορεί, το ελάχιστο, να πεθάνη κει δα, να τον θάψω στο βουνό, για να γλυτώσω από έξοδα που δεν έχω, κι' από άλλα βάσανα και μπελάδες». Το χειρότερο, εφοβούμουν, αν πέθαινε στο σπίτι, μην κολλήση τίποτε στα ρούχα, και κολλήσω κ' εγώ. Όλοι μου λέγανε πως το χτικιό κολλάει.

Εφοβούμουν μη με συχαθή και η γυναίκα μου. Αυτή όμως δεν εσυλλογίζουνταν τώρα άλλο, παρά ψωμί για τα παιδιά της και μ' εβίαζε να δεχθώ. Τον πρώτο καιρό υπόφερα πολύ. Σκάπτοντας τη μαύρη εκείνη γη του νεκροταφείου, τη γεμάτη κόκκαλα και σάπια σανίδια, δεν μπορούσα να μη θυμηθώ το κόκκινο χώμα του βουνού μου, που μύριζε θυμάρι, τες ρωδιές, το κοτέτσι, τα γουρούνια και τ' άλλα πού ήτανε όλα δικά μου.

Εδώ έκοψε μηχανικώς ολίγον άρτον, ως εάν ήθελε να εξακολουθήση το φαγητόν της· αλλά πριν τον θέση εις το στόμα, ητένισε πάλιν διά του παραθύρου, είδε τον αείρροον Βόσπορον, είδε τα παλινοστούντα σκάφη, και στενάξασα εκ μέσης καρδίας επανέλαβεν αργά και θλιβερά: — Έτσι περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Απ' εκεί που εφοβούμουν δεν έπαθα τίποτε· και απ' εκεί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό!

Την νύκτα εφοβούμουν να μείνω μονάχος· έβλεπα στον ύπνο μου εκείνους πού είχα θάψη και το ψωμί που έτρωγα μου φαινότανε πως μυρίζει λιβάνι. Με τον καιρόν όμως εσυνείθισα να μη σκιάζωμαι τους αποθαμμένους και να λυπούμαι ολιγώτερο τους ζωντανούς. — Ώστε, του είπα, είσαι τώρα πλέον ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος! ανέκραξεν ο Ζώμας, του οποίου ήστραψε και πάλιν το βλέμμα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν