United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πώς το λοιπόν απεκρίθη ο βασιλεύς ημπορώ να ανταμείψω αρκετώς την γενναιότητά σου διά την ευχαρίστησιν που μου έδωσες; Η δεξίωσις της βασιλείας που έδειξες, και η ευχαρίστησίς μου που ελευθέρωσα την θυγατέρα σου από τα χέρια του εξωτικού που την είχεν αρπάξει, είνε διά εμένα μία μεγαλωτάτη αντάμειψις· εκείνο όλον που επιθυμώ από την βασιλείαν σου, είνε να μου ετοιμάσης ένα καράβι με το οποίον να ημπορέσω να υπάγω εις την Μπάσραν.

Ναι, ω βασίλισσα, λέγει ο Ρουσκάδ, ομολογώ ότι έχω άδικον, που δεν εφύλαξα με προσοχήν τον νόμον που μου έδωσες, με όλον τούτο δεν είμαι χωρίς ανάπαυσιν, επειδή και το στράτευμά μου πρέπει να χαθή μην έχοντας ζωοτροφίαν.

Είπε ότι το έδωσες εσύ στο αφεντικό της. Στο σπίτι ήταν η θεία Ρουθ και η θεία Νοέμι, ενώ η θεία Έστερ είχε πάει στις παρακλήσεις. Πήραν το καλάθι, ευχαρίστησαν την υπηρέτρια και της έδωσαν και φιλοδώρημα. Μετά όμως η θεία Νοέμι λιποθύμησε. Η θεία Ρουθ όμως την πέρασε για νεκρή και έβαλε φωνή.

Βασίλισσά μου, της λέγω μίαν βραδιάν που ευρισκόμουν με αυτήν, ημείς ελησμονήσαμεν να φυλάξωμεν μίαν τάξιν εις την υπανδρείαν μας· εσύ δεν μου έδωσες κανένα πράγμα διά προίκα, και αυτό το πράγμα μου κακοφαίνεται, επειδή και εβγαίνομεν έξω από τα όρια των νόμων.

Πιστεύω ότι πράγματι εγνώρισες αυτόν και ότι θα δυνηθής να επωφεληθής από την συνάντησιν ταύτην, αλλά δεν του έδωκες χρήματα. Δεν του έδωκες ούτε οβολόν, με εννοείς; Δεν του έδωσες τίποτε. — Αλλά τον εβοήθησα να αντλήση ύδωρ με τους κάδους και ωμίλησα περί του υιού του μετά της μεγαλειτέρας συμπαθείας. Είνε αληθές, κύριε, ότι τίποτε δεν ημπορεί να διαφύγη την οξυδέρκειάν σου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μ' έδωσες πολλήν παρηγορίαν. Πήγαινε μέσα να ειπής, πως είμαι λυπημένη διότι τον πατέρα μου παρώργισα, και ότι πηγαίνω τώρα ‘ς το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου να 'πώ ταις αμαρτίαις μου και άφεσιν να λάβω. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Μετά χαράς θα το ειπώ. Τι φρόνιμα που κάμνεις. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κατηραμένε πειρασμέ! Παληόγρηα αχρεία!

Λυπόμαστε και οι τέσσερες γι' αυτό πολύ. Αλλ' οφείλουμε να σου αποκαλύψουμε ό,τι ξαφνικά, εμάθαμε. Έδωσες την καρδιά σου στον Τριστάνο. Κι' ο Τριστάνος θέλει να σ' εξευτελίση. Άδικα σε είχαμε ειδοποιήσει. Για την αγάπη ενός ανθρώπου, περιφρονείς όλους σου τους συγγενείς κι' όλους σου τους βαρώνους, και μας αφήνεις μόνους. Μάθε λοιπόν, ότι ο Τριστάνος αγαπάει τη Βασίλισσα.

Οι σκλάβες καταλαμβάνοντάς τον δόλον εδόθησαν να φωνάζουν μεγάλως, και η Ρετζία εφάνη πολλά θυμωμένη. Αχ, τρισάθλιε, μου λέγει, με τόσον δόλον έρχεσαι να φανερωθής έμπροσθέν μου, η αυθάδειά σου πρέπει να παιδευθή σκληρώς, και μη στοχάζεσαι διά την ηδονήν που μου έδωσες να συμπαθήσω δι' αυτήν την απάτην.

Ο δε Ζώπυρος απεκρίθη· «Δεν υπάρχει άνθρωπος, εκτός σου, όστις να έχη τόσην δύναμιν ώστε να με φέρη εις αυτήν την κατάστασιν· ούτε άλλος τις ξένος, ω βασιλεύ, έπραξε τούτο, αλλ' εγώ ο ίδιος, μη ανεχόμενος να σκώπτωσι τους Πέρσας οι ΑσσύριοιΑπεκρίθη ο Δαρείος· «Ω σκληρότατε άνθρωπε, εις αισχίστην πράξιν έδωσες κάλλιστον όνομα, λέγων ότι ένεκα των πολιορκουμένων επληγώθης ανιάτως.

Εις τους πυρίνους του αρχιληστού οφθαλμούς νέαι φλόγες απήστραψαν. Ο δε Θανάσης προσθέτει: — Όταν μου έδωσες το δισάκκι, τα χρήματα ήσαν εις το εμπροσθινόν μέρος, το οποίον εβαστούσα καλά με τα δυο μου χέριατην αγκαλιά μου.