United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με όλους τους θυμούς μου, μέσα σ' όλην την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν, βαθειά εις την ψυχήν μου έλεγα πάντοτε εις την προσευχήν μου, ωσάν ο αγιώτατος εκείνος Συγκλητικός της Κωνσταντινουπόλεως ο όσιος Ξενοφών οπού έχασε τα παιδιά του και ύστερα τα ηύρε, ότι δεν θ' αφήση ο Θεός να αποθάνω με τέτοιαν λύπην· διότι εφύλαξα πιστώς τας εντολάς του.

Θυμάσαι τι ξεφάντωμα και πόση φασαρία!... κι' εγώ του γάμου ακριβώς εφύλαξα τους τύπους, και μόνο που δεν 'πήγαμε κι' εμείς 'στην Εσπερία. Γλυκά γλυκά 'περάσαμε του μέλιτος τον μήνα στ' αγαπημένο σπήτι μας, 'στη γαλανή Αθήνα.

Ενώ δε ίσταντο έντρομοι και διστάζοντες εκεί, Αυτός και πάλιν τους ηρώτησε, «Τίνα ζητείτεΠάλιν εκείνοι απήντησαν, «Ιησούν τον Ναζωραίον». «Είπον υμίν, απεκρίθη, ότι Εγώ ειμι· ει ουν Εμέ ζητείτε, άφετε τούτους υπάγειν». Διότι Αυτός είχεν ειπεί εν τη προσευχή Του, «Ους δέδωκάς Μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο».

» Η ευτυχία σας δεν είνε δι' εμέ. Και έπειτα εφύλαξα διά το τέλος την σκέψιν την τόσον αποφασιστικήν: Ο θάνατος με καλεί! Διά σας, μόλις αρχίζει η αυγή της ζωής. »Δι' εμέ ο ήλιος έκλινε, κα ήδη με περιβάλλει το λυκόφως. Με άλλας λέξεις, φίλτατε, είνε ανάγκη να αποθάνω. » Δεν αξίζει τον κόπον να μακρηγορώ. Ούτως έπρεπε να τελειώση το πράγμα. »Γνωρίζεις τον Αινόβαρβον, και θα εννοήσης ευκόλως.

Ο δε Ιησούς τω απήντησενΕάν θέλης να εισέλθης εις την αιώνιον ζωήν, φύλαξον τας εντολάς του Θεού. — Όλας εκ νεότητός μου εφύλαξα, απεκρίθη ο νέος, τι άλλο λοιπόν μοι μένει; Και ο Ιησούς απεκρίθηΕάν θέλης να γίνης τέλειος, ύπαγε πώλησον τα υπάρχοντά σον, και δος εις τους πτωχούς, και αντί των επιγείων αυτών υπαρχόντων θέλεις αποχτήσει θησαυρόν αιώνιον και άφθαρτον εις τους ουρανούς.

Διότι είνε αρκετή διά να φανερώση τον χαρακτήρα μου και μόνη η τιμωρία του Περιλάου και η αφιέρωσις του ταύρου, τον οποίον δεν εφύλαξα δι' άλλων τιμωρουμένων μελωδήματα και τίποτε άλλο δεν έπαιξα εις αυτό το μουσικόν όργανον παρά μόνον του τεχνίτου τας κραυγάς και ότι μόνον αυτόν μετεχειρίσθην διά να δοκιμάσω την τέχνην του και εις αυτόν έπαυσα την βάρβαρον εκείνην και απάνθρωπον μουσικήν.

Ο βασιλεύς ο πατήρ μου, η μητέρα μου η βασίλισσα, όλοι οι κάτοικοι της πόλεως και όλος ο λαός του βασιλείου ήσαν ειδωλολάτραι και μάγοι και εγώ αν και που εγεννήθην από γονείς ειδωλολάτρας έλαβα όμως καλήν τύχην, διότι όντας νέον παιδίον, ο πατήρ μου διώρισεν μίαν δούλην γραίαν διά να με κυβερνά και να με ανατρέφη· αυτή ήτο καλή Μουσουλμάνα και με εδίδαξε κρυφίως όλο το βιβλίον του προφήτου, πώς να διαβάζω και πώς να προσεύχωμαι· και μετά τον θάνατόν της εγώ εφύλαξα ότι με εδίδαξεν απαράλλακτα.

Αλλά την ώρα που εξεψύχαε δεν είχεν άλλη κληρονομιά να κάμη παρά τον ίδιο λόγο: Να μη σ' αφήσω και γίνης σφουγγαράςΕφύλαξα την εντολή του πατέρα μου και δεν έγινα σφουγγαράς. Μα και τόρα που εγέρασα στ' άρμενα την ίδια αισθάνομαι αηδία εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου φαίνεται όχι όμως ποτέ σαν πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας.

Πότε; όταν κερδήσωμεν το λαχείον; — Λαχείον είπες; α! ναι, είδες; . . . λέγει ο σύζυγος, και αφίνων αίφνης τα χαρτιά επί της τραπέζης, προσθέτει μετά μικράν τινα σκέψινΤι έκαμες ταις πέντε προμέσαις που σου έδωκα ταις προάλλαις; — Ταις εφύλαξα. Α! έδωκα μίαν της καϋμένης της μαγείρισσας!

Η καρδιά μου, Μαρία, η καρδιά μου. Γιατί μέσα στα βάθη της εφύλαξα πάντα ένα μικρό κι' αγνό κι' ωραίο μέρος, κ' έκρυψα κει ό,τι από την ανάμνησίν σου μου έμεινε καλό κ' ευγενικό. Ναι! μέσα στη ζωή μου, την ψεύτικη, την κτηνώδη των είκοσι αυτών χρόνων, η μόνες στιγμές αληθινής χαράς που αισθάνθηκα, ήσαν εκείνες που μου θύμιζαν την περασμένη μας ευτυχία.