United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν φάνηκε να τα έχει πει όλα, όλη την περασμένη δυστυχία, όλη τη λάμψη που υποσχόταν το μέλλον, τότε μίλησε κι εκείνη, αλλά σιγά, ανασηκώνοντας μόλις τα μάτια, σαν να μιλούσε μόνο με αυτά. «Μην το σκέφτεσαι τόσο Έφις, μην ανακατεύεσαι περισσότερο στις δικές μας υποθέσεις.

Λέγανε πως του είχαν κάνει μάγια. Τον είχαν μαγέψει, ναι! Μάγια αγάπης. Μέχρι που πήγε στην Ολιένα να συμβουλευτεί μια μάγισσα. Τελευταία, την περασμένη εβδομάδα, πήγε προσκύνημα στην Παναγία στο Γκονάρε και έκανε τάμα τρία σκούδα για να κάνει το θαύμα της. Αυτά λένε οι κακές γλώσσες

Την περασμένη δόξα της, τα χρόνια τα παληά της Θυμάμενη αναστέναζε κ' έτρωγε την καρδιά της, Έλαμπεν όμως κάποτετα ροδαλά της χείλη Κάνα γλυκό χαμόγελο, κι' άστραφτε καμμιά ελπίδα Χρυσήτα μαύρα μάτια της, κ' έλεγε με το νου της: — Κάποιο ποτέ θα να βρεθήτο δρόμο ν' απαντήσω Ώμορφο βασιλόπουλο ταίρι του να με κάμη. Κ' ανέβαινε κ' εδιάβαινεν ερμιαίς και παρακλάδια.

Αααλαή! μες τη θέρμη της ομιλίας τους, έσκουξε ο Σκοπός σπαραχτικά. Τους την έκοψε την καρδιά των αμοιρώνε. — Όξω οι πισκέφτες! Όξω οι πισκέφτες! Ήταν περασμένη η ώρα, πούταν ωρισμένη για τους ξένους. Οι εβζώνοι επεριδιάβαζαν την αβλή κάτου, από πόρτα σε πόρτα, κι από δωμάτιο σε δωμάτιο. Εβλαστημούσαν κ εφώναζαν, να διώξουν τους επισκέφτες, κ' έσκουζαν να βγαίνουν όξω αναγκαστά·

Είπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, κουνώντας το κεφάλι του, στον καφενέ, και δείχνοντας με το χέρι του κάτω στο γιαλό. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια να ιδούν. Σκυφτός, με τη χοντρή του μαγκούρα περασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι από το άλλο, με το μακρύ σταχτερό σάλι ριγμένο στον ώμο, περνούσε ο Γερο-Τρακοσάρης. Ένα σάψαλο εκεί, με το ένα πόδι στο λάκκο!

Η Μαχώ δεν εύρε ψυχήν εις το Έρημον Χωρίον. Ενύκτωνεν ήδη, η πανσέληνος ήτον περασμένη, και η σελήνη θ' ανέτελλε δύο ή τρείς ώρας νύκτα. Άλλως, ο Φάλκος επεθύμει να διανυκτερεύση εις το άγριον μέρος, κ' επέμενε να μείνωσιν.

Κάθε μια απ' αυτές ήθελαν και παραήθελαν ποιά να γιομίση πρίτερα , γιατί είταν η ώρα περασμένη και μια κατεβασιά μοναχά είταν στον όχτο του ποταμιού, κι' από κει έπρεπε να γιομίσουν τες βουτσέλλες τους, κατεβαίνοντας μια-μια, γιατί το μέρος της κατεβασιάς είταν στενό.

Εν τω μεταξύ δε τούτω ανεκάλυψαν και μίαν γυναίκα πλουσίαν, Μακέτιν ονομαζομένην, η οποία ήτο μεν περασμένη την ηλικίαν, αλλ' ήτο ακόμη φιλάρεσκος• και επί τινα καιρόν ετρέφοντο παρ' αυτής• και την ηκολούθησαν εκ της Βιθυνίας εις την Μακεδονίαν.

Όταν οι κυράδες σας δεν θέλανε εγώ κι ο Τζατσίντο να παντρευτούμε, επειδή εγώ είμαι φτωχιά, έλεγα: δεν είμαι νέα; δεν τον αγαπώ; Μήπως η ντόνα Νοέμι και ο ντον Πρέντου, με όλα τα καλά τους, είναι πλουσιότεροι από εμάς; Από ηλικία, ναι, εάν το θέλουν, από τίποτε άλλο όμως!» Ο Έφις ανασκίρτησε. «Θα παντρευτούν;» «Θα παντρευτούν, ναι! Εκείνος έλιωνε, όπως έλιωνα κι εγώ την περασμένη άνοιξη.

Η μια μεγαλόσωμη, όχι πολύ περασμένη, αγκαλά το φως έρχεται πίσωθέ της και την κάνει και φαίνεται κάτι νεώτερη. Αυτή είναι η αρχόντισσα, η κερά του σπιτιού. Κρίμας που δεν είναι μέρα να καλοδής ταγαθώτατο πρόσωπό της. Η άλλη, που κάθεται δίπλα της και της κρυφομιλεί, αυτή με τα μαύρα, είναι γειτόνισσα, και πρέπει νάρθε να της δηγηθεί τα μύρια της βάσανα.