United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμέσως όμως μετά το πλάτωμα άσπριζε ανάμεσα στις ροδιές και τους φοίνικες το σπίτι του ντον Πρέντου, όμοιο με κατοικία Βερβερίνων: με τις αψιδωτές του πόρτες, τις χτιστές του στοές, τα παράθυρά του σε σχήμα μισοφέγγαρου.

Σκεφτόταν, ωστόσο, ότι ο ντον Πρέντου είχε δίκιο. «Τι πρέπει να κάνω;» «Πρέπει να δείξεις ότι είσαι άντρας, έστω και μια φορά. Πρέπει να τους πεις ότι, εάν δεν θέλουν να σε ανταμείψουν σε χρήμα, να αναγνωρίσουν τουλάχιστον τις υπηρεσίες σου. Εάν το κτηματάκι περάσει στα χέρια ενός άλλου αφέντη, εσένα θα σε πετάξει έξω σαν το σκυλί.

Όταν ήρθε την τελευταία φορά να μας πει πως παντρεύεται την Γκριζέντα και να συμβουλεύσει τη Νοέμι να δεχτεί τον Πρέντου, τον έδιωξε και ήταν τρομερή, όπως την είδες τώρα. Κι εκείνος έφυγε κλαίγοντας.

Το βράδυ ένας βίαιος παροξυσμός της αρρώστιας του τον εξουθένωσε: ο πόνος τού πήρε τη μιλιά και την ακοή, είδε όμως τον ντον Πρέντου να κοιτάζει τη Νοέμι με δυσαρέσκεια, επειδή ο γάμος είχε οριστεί για την άλλη μέρα και εάν εκείνος πέθαινε θα έφερνε γρουσουζιά στους παντρεμένους ή θα τους ανάγκαζε να αναβάλουν για μιαν άλλη μέρα το γάμο.

Όχι, δεν ονειρευόταν, όλα ήταν αληθινά: η αυλή ήταν γεμάτη ήλιο και σκιά, κάποιες σχίζες έπεφταν από το μπαλκόνι όπως πέφτουν οι πευκοβελόνες το φθινόπωρο και πέρα από τον τοίχο φαινόταν το Βουνό άσπρο σαν ζάχαρη και όλα ήταν γλυκά και τρυφερά όπως το πρωί, όταν είχε βγει από το σπίτι του ντον Πρέντου.

Ανέβηκε στο μπαλκόνι για να δώσει στον ιερέα ένα καλαθάκι με μπισκότα, δώρο από μια χωριάτισσα, και από εκεί πάνω είδε τον ντον Πρέντου, που είχε σταματήσει στη βρύση να ποτίσει το άλογό του, να πλησιάζει τον Τζατσίντο και την Γκριζέντα και να σκύβει να τους πει κάτι.

Ένα πρωί η ντόνα Έστερ, που κοιμόταν στο δωμάτιο του ισογείου για να τον προσέχει, σηκώθηκε νωρίς, τακτοποίησε τα πράγματα παραμιλώντας χαμηλόφωνα, και σκύβοντας για να του δώσει να πιεί μια μικρή κούπα γάλα του είπε: «Άντε, Έφις, να είσαι χαρούμενος! Σήμερα ο Πρέντου θα ορίσει τη μέρα του γάμου. Είσαι ευχαριστημένος

Όταν βρέθηκε στο δρόμο, αφού προηγουμένως ο ντον Πρέντου τον συνόδευσε μέχρι την εξώπορτα σαν φίλο, ο Έφις κοίταξε τριγύρω του και αναστέναξε. Όλα είχαν αλλάξει.

Στην αρχή εκείνος τον κοίταξε έκπληκτος, έπειτα ένα καλοσυνάτο χαμόγελο χάραξε στα σαρκώδη του χείλη. Ανασήκωσε το ένα του πόδι και είπε: «Κοίτα εκεί, έχει τόπο.» Ο Έφις έβαλε το καλάθι μέσα στο δισάκι και ενώ ο ντον Πρέντου απομακρυνόταν χωρίς να πει τίποτε άλλο, επέστρεψε επάνω, στην καλύβα του.

Πρώτος στη σειρά ο Ρετόρος , μετά η αδελφή του, έπειτα ο Μιλέζος που είχε παντρευτεί την κόρη εκείνης και που είχε γίνει, από πλανόδιος πωλητής πορτοκαλιών και κανατιών, ο πλουσιότερος έμπορος του χωριού. Ακολουθούσε ο ντον Πρέντου, ο Πρόεδρος του χωριού, που ήταν ξάδελφος των κυράδων του Έφις. Ο ντον Πρέντου ήταν πλούσιος, όχι όμως σαν τον Μιλέζο.