Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Η ντόνα Νοέμι είναι κοπελίτσα, αρραβωνιασμένη με τον ντον Πρέντου και ο ντον Τζάμε, που ακολουθεί κι αυτός την λιτανεία, κάνει, όπως πάντα, τον θυμωμένο, αλλά είναι πολύ ευχαριστημένος….. Όμως η ψαλμωδία των γυναικών σταμάτησε και μερικές σηκώθηκαν για να φύγουν.

Και εκείνος, καθισμένος πίσω, λαχάνιαζε γιατί τον πλάκωνε ένα βάρος μεγαλύτερο από το δισάκι από το οποίο ο ντον Πρέντου ήθελε να τον απαλλάξει. «Θεέ μου! Γιατί μιλάτε έτσι, ντον Πρέντου, σαν εχθρός των καημένων των ξαδερφάδων σας;» «Στο διάβολο να πάνε οι ξαδέρφες που έχουν πάρει τα μυαλά τους αέρα! Εκείνες είναι που με μεταχειρίστηκαν πάντα σαν εχθρό. Ας γίνει το θέλημά τους.

Οι δυο άντρες απομακρύνθηκαν, αλλά η γριά φώναξε πίσω τον ντον Πρέντου και του είπε χαμηλόφωνα: «Θα μπορούσατε να μου κάνετε μια χάρη; Να πείτε εσείς στην Γκριζέντα να μην πηγαίνει στο ποτάμι; Δεν είναι σωστό γι’ αυτήν, που θα παντρευτεί έναν άρχοντα

Έφτασε μπροστά στη Νοέμι και βλέποντάς την αναστατωμένη σταμάτησε, ενώ εκείνη ακουμπούσε βαριά με το ανοιχτό της χέρι στον τοίχο για να μην πέσει, τόσο πολύ την είχαν ταράξει η επιθυμία και ο τρόμος να μιλήσει στον διαβάτη. Εκείνος όμως ρώτησε. «Τι συμβαίνει, ΝοέμιΚι εκείνη ένιωσε να λιγοψυχά, να θέλει να φωνάξει βοήθεια. «Πρέντου, κάνε μου μια χάρη.

Τώρα, εδώ και δυο μέρες ούτε που το αναφέρει.» «Αλλά εδώ και δυο μέρες δεν τον βλέπουμε σχεδόν καθόλου. Βρίσκεται πάντα με τον Πρέντου και την παρέα.» «Ας τον αφήσουμε να διασκεδάσει», είπε ο Έφις. Έξω από την πόρτα φαινόταν η Καλίνα που καθόταν ασυνήθιστα άπραγη στην πέτρα της και η Γκριζέντα με το μωρό στην αγκαλιά, χλωμή και θλιμμένη κοίταζε το μπαλκόνι του παπά.

Ο Έφις καταλάβαινε πολύ καλά και ένευε καταφατικά με το κεφάλι και με τα μάτια του που άστραφταν. «Να μιλήσω εγώ με την ντόνα Νοέμι;» Ο ντον Πρέντου του χτύπησε το γόνατο. «Μπράβο! Αυτό είναι. Και όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα, Έφις! Αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα αφήνουμε να μπαγιατεύουν.

Το Βουνό περικύκλωνε με τη λευκοπράσινη κορυφή του το σπίτι. Ένα σκαλιστό κολονάκι είχε πέσει από το μπαλκόνι και βρισκόταν ανάμεσα στα χαλίκια σαν το απομεινάρι ενός βλήματος. Παντού ησυχία. Ο Έφις μπήκε και είδε ότι το καλάθι που είχε στείλει με τον ντον Πρέντου ήταν σχεδόν άδειο επάνω στο κάθισμα, σημάδι πως τα κηπευτικά είχαν κιόλας πουληθεί.

Ο Έφις όμως άρχισε να βογκάει και τρανταζόταν αδύναμα σαν ένα λαβωμένο πουλί που προσπαθεί ακόμη να πετάξει. «Θέλετε να με πεθάνετε πριν την ώρα μου…» Τότε ο γιατρός έκανε νόημα με το χέρι και το κεφάλι σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό και ο ντον Πρέντου ακούμπησε πάλι κάτω τον άρρωστο, τον ξανασκέπασε και δεν αστειεύτηκε πια. Κι έτσι τον άφησαν.

Εάν το κίτρινο γράμμα, ύστερα από όλα αυτά, έφερνε μια καλή είδηση; Εάν ανήγγειλε κάποια κληρονομιά; Εάν ζητούσαν τη Νοέμι σε γάμο; Οι κυρίες Πιντόρ εξακολουθούσαν να έχουν πλούσιους συγγενείς στο Σάσαρι και στο Νούορο: γιατί δε θα μπορούσε κάποιος από εκείνους να ζητήσει σε γάμο τη Νοέμι; Θα μπορούσε το κίτρινο γράμμα να το είχε γράψει και ο ίδιος ο ντον Πρέντου…

Εδώ και είκοσι χρόνια, όταν κάποιο γεγονός έσπαγε τη μονοτονία της ζωής στο σπίτι των Πιντόρ, ήταν πάντα μια συμφορά. Ξάπλωσε και το παιδί, αλλά δεν είχε όρεξη για ύπνο. «Μπαρμπα-Έφις, και σήμερα η γιαγιά μου έλεγε ότι οι κυράδες σας ήταν πλούσιες, όπως ο ντον Πρέντου. Είναι αλήθεια ή όχι;» «Αλήθεια είναιείπε ο υπηρέτης αναστενάζοντας. «Δεν είναι όμως ώρα να θυμόμαστε τέτοια πράγματα.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν