United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωραίος δεν είναι, ε; Κοίτα το Χριστό, λες και χαμογελάει, ενώ κυλούν τα δάκρια και το αίμα του…. Και πίσω, κοίτα…» Ο Έφις κοίταζε σιωπηλός, ακίνητος, με τα μελανά και στεγνά του χέρια γαντζωμένα στην άκρη από το χράμι που τον σκέπαζε και έμοιαζε να ξεπροβάλει, νεκρός ήδη, από τον άλλο κόσμο για ν’ ατενίσει, για μια τελευταία φορά, την ευτυχία της κυράς του.

Η Μάρθα είταν ένα μικρό, ασύγκριτα χαριτωμένο κοριτσάκι με κόκκινα δροσερά μάγουλα, γαλανά μάτια και μακριά σγουρά μαλλιά, σχεδόν απαράλλαχτα σαν του Σβεν. Και δεν πέρασε πολύς καιρός, όσο που μια μέρα ήρθε και κάθησε κοντά στο Σβεν και τον κοίταζε περίεργη τι έκανε. Ο Σβεν είτανε συνηθισμένος να παίζη μόνος του, κ' είχε βρει ένα παιγνίδι, που τονέ διασκέδαζε πολύ.

Ο Έφις έδειξε στο καινούργιο του νεαρό αφεντικό τα αναχώματα που κατασκεύασε ο ίδιος με πρωτόγονες μεθόδους και ο νέος παρατηρούσε με θαυμασμό τις ογκώδεις πέτρες που μάζεψε εκείνος ο μικροκαμωμένος άνθρωπος και στη συνέχεια κοίταζε τον ίδιο σαν να ήθελε να υπολογίσει καλύτερα το μεγαλειώδες της κατασκευής. «Όλα μόνος; Τι δύναμη! Θα πρέπει να ήσουν δυνατός στα νιάτα σου!» «Ναι, ήμουν δυνατός!

Πατρίδα, χρυσή αγαπητικιά μου! καμιά χώρα δεν έχει τα κάλλη σου, την αγήρατη νιότη σου! Σε πλημμύρισε το αίμα, σε ρήμαξαν αμέτρητες συφορές, και συ ως τόσο ακόμα χαμογελάς, καθώς όταν ένας Πραξιτέλης σε κοίταζε, και χάραζε όλη σου τη ζωή και τη χάρη απάνω στα ψυχρά σου τα μάρμαρα.

Ο Έφις καθόταν σε μικρή απόσταση από αυτούς και τους κοίταζε σοβαρός. Τους αναγνώρισε, τους είχε ξαναδεί στο πανηγύρι του Ριμέντιο: ήταν δυο ζητιάνοι ντυμένοι κόσμια σαν αστοί, με τιρκουάζ παντελόνια και σακάκια βελουτέ.

Ο υπηρέτης δεν κοίταζε πέρα από το κτηματάκι και για το λόγο ότι τα χωράφια που βρίσκονταν από τη μια μεριά και από την άλλη ανήκαν κάποτε στις κυράδες του: γιατί να θυμάται τα παλιά; Ανώφελη, θλιβερή θύμηση. Καλύτερα να σκέφτεται το μέλλον και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού.

Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Νάρθης όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γέρο Βασίλη εκείνο ταπομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό είταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε. Τι να κοίταζε!

Κοίταζε ο Μιχάλης παραδίπλα τα λιολουσμένα παράθυρα, και τις πολυχρώματες τις αχτίδες που πέφτανε στα στασίδια, περνώντας από τον κρουσταλλωτό πολυέλαιο. Τι σκοπούς είχαν οι δυο τους, μήτε καλοήξερε, μήτε ρωτούσε.

Η μικρή σβέλτα, γελαστή, και μισωριμασμένη σαν την αγορίδα ό,τι φουσκώνει, του λαλούσε και του γλυκογελούσε με μάτια όσο μαύρα, τόσο και λαμπερά. Ο ξανθουλός όμως, ο ντροπαλός ο Παυλής, την κοίταζε σα να είταν αυτός κορίτσι, κι άμα της ξανοίγουνταν κρυφόβλεπε και τους γέρους, μην τύχη και δεν τόκριναν εύλογο να παρακουβεντιάζη με τη μικρή.

Κ' ενώ εκείνα μιλούσανε, ξαπλωμένη αυτή τα κοίταζε οληώρα κι άκουγε τι λέγανε σα να χρειαζότανε καιρό για να νοιώση πως όλα όσα έβλεπε κι άκουγε είταν πραγματικότητα κι όχι φαντάσματα. Έπειτα τα πήρε κοντά της και τα καλονύχτισε μ' ένα φιλί. — Τώρα θα γίνω γλήγορα καλά, είπε. Κι άμα έρθη το καλοκαίρι, ο μπαμπάς θα μας φέρη έξω στα νησιά. Δε χρειάζουμαι να ξέρω πού.