United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νους, γλώσσα, χέρια, ποδάρια, κορμί είχαν όλα πιαστή από τη χαρά. Ο παπάς βλέποντας, ότι οι εξορκισμοί του έφεραν ανεπάντεχα καλά, έπαψε το διάβασμα, κι' όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, άντρες και γυναίκες και παιδιά, ξεφώνησαν από τη χαρά τους, ενώ το κυπρί του μουλαριού ακούονταν, που λαλούσε όξω στην αυλή «τριγκ-τριγκ-τριγκ- τριγκκκκ.....»

Ένιωσε εκείνος τη φωνή πως η θεά λαλούσε, και τρέχει, πέρα ρήχνοντας την κάπα· κι' ο Βρυβάδης την πήρε, ο κράχτης ο Θιακός, που πάγαινε μαζί του· κι' ατός του τρέχοντας κοντά στον Αγαμέμνο, παίρνει 185 εφτύς το γονικό ραβδί απ' τ' αρχηγού τα χέρια, τ' άλιωτο πάντα, και περνάει τα πλοία πέρα δώθες.

Κι' είπε μέσα του: — «Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; Είναι κρίμαΚαι λέγοντας αυτά, γύρισε πίσω και πάη να κοιμηθή. Αλλά, πού ύπνος! Παράδερνε ακέριες ώρες, όταν τη στιγμή, που άρχισαν να λαλούν τ' αρνίθια, τον έκλεψε ο ύπνος και δεν ξύπνησε, παρά όταν λαλούσε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.

Είπε, κι' εκείνος ήθελε, πηγουνοπιάνοντάς τον με το παχύ το χέρι του, σπλαχνιά ναν του ζητήσει, 455 Μον ο Διομήδης χοίμηξε και τούχωσε το λάζο μεσόσβερκά του, κι' έκοψε τα δυο ποντίκια αντάμα, κι' έφαγε χώμα η κεφαλή ενώ λαλούσε ακόμα.

Τότε οι Αργίτες θάφεβγαν κι' ας είταν άγραφτό τους, 155 ανίσως και της Αθήνας δεν της λαλούσε η Ήρα «Ωχού μου, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα, έτσι λοιπόν οι Δαναοί θα φύγουν στου πελάγου τα στήθια απάνου τα πλατιά, να πάνε πίσω στ' Άργος, και την Αργίτισσα Λενιό των Τρώωνε θ' αφίσουν 160 και του Πριάμου παίνεμα, που τόσοι απ' αφορμή της στην Τροία Αργίτες χάθηκαν αλάργα απ' την πατρίδα; Μα σύρε τώρα ως στο στρατό των Αχαιών, και τήρα μην τους αφήσεις στο γιαλό να σέρνουν τα καράβια165

Τα βουνορράχια ως τόσο τις άπλωναν καθάριες τις φειδωτές τους γραμμές, κι απάνωθέ τους λαμποκοπούσε ο ξάστερος ουρανός με τα μύρια καντήλια του. Μέσα στο χωριό μήτε πετεινός δε λαλούσε ακόμα. — Πού είνε τώρα όλες εκείνες οι βρωμόγλωσσες, και σε τι λογής όνειρα μέσα να ψαλιδίζουν! έλεγε μονάχος του. Ξαναπλαγιάζει και κάμνει πάλε να κοιμηθή.

Οπούχε χίλιαις πέρδικες κλεισμέναις κ' ελαλούσαν Ήφεραν και μια πέρδικα, πέρδικα πλουμμισμένη. Οπού την εκυνήγησανταις στάναις του Λιακάτα Κι' όλαις αι πέρδικες λαλούν, κ' εκείνη δε λαλούσε. — Δέσπω, γιατί δε μας μιλάς, γιατί είσαι κακιωμένη; Έμπα και στρώσε τον οντά, άλλαξε τα στρωσίδια.

Την παράδοση μόνος εκείνος την έχει· η αρχαία γλώσσα, για να πέση στου λαού το στόμα, κατέβηκε ίσια το δρόμο της, η για να το πούμε πιο σωστά, τύπους άλλαξε, δεν άλλαξε στόμα. Το στόμα πάντα ελληνικά λαλούσε. Βλέπετε λοιπό με τι τρόπο πρέπει να κρίνουμε τα πράματα και να καταλάβουμε τα ιστορικά φαινόμενα.

Είναι ξενιτεμένη πολλά χρόνια, δίχως γράμμα και δίχως αντιλογιά, και δεν απελπίστηκε ακόμα, περιμένοντας τον άντρα της από τα Ξένα. Σ' αυτά τα λόγια ο ξένος, σέρνοντας από πίσω του το μουλάρι με το κυπρί, που λαλούσε ακατάπαυτα «τριγκ-τριγκ-τριγκκκκ.... » στάθηκε, σα να ήθελε να βρη με το μάτι του κάτι τι, ή να θυμηθή κάτι τι.