United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα δεν τόκαναν με όρεξή τους. Όταν βρίσκονταν μακρυά από ταφτί του Αριστόδημου, δεν έπαυαν να κοροϊδεύουν τη δουλειά τους και να κλαίνε τη μοίρα τους. — Μα το σταυρό, μου φαίνεται πως κατάντησα χοίρος· έλεγε σήμερα ο Μπαλαούρος με σιχασιά στο διπλανό του. Τι οργή Θεού είν' τούτη, μωρέ παιδί! τι οργή Θεού!... — Τι χοίρος; δε λες γουρούνι, συμπέθερε! Γουρούνι και κάτι χειρότερα.

Δεν πέρασαν πολλές στιγμές κι' ο καβαλλάρης βρίσκονταν πίσω από τες πλάτες της γυναικός, που είταν παραπίσω απ' όλες. Εκείνη τότε φώναξε: — Αναμεράστε , μωρές, να περάση ο άνθρωπος με το μουλάρι!..

Κ' έτσι στη βιβλιοθήκη του, όπως μας την περιγράφει ο ίδιος, βρίσκουμε το αβρό πήλινο Ελληνικό αγγείο με τις εξαίρετες ζωγραφιστές όψεις του και το μισοσβυσμένο: ΚΑΛΟΣ χαριτωμένα ακόμη στην πλευρά του· κι από πίσω κρέμεται μια χαλκογραφία της «Δελφικής Σίβυλλας» του Michael Angelo ή του «Ειδυλλίου» του Giorgione. Εδώ είναι ένα κομμάτι Φλωρεντινής μαγιόλικας κ' εκεί μια χοντρή λάμπα από κανέναν παληό Ρωμαϊκόν τάφο. Απάνω στο τραπέζι στέκει ένα βιβλίο των ωρών «μέσα σε σκέπασμα από στερεό επιχρυσωμένον ασήμι, επεξεργασμένο με παράξενα σχέδια και κατάστικτο από μικρά μπριλλάντια και ρουμπίνια», και δίπλα σ' αυτό «συμμαζεμένο ένα μικρό άσχημο τέρας, κανένας Λάρος ίσως, βγαλμένος πάνω στο σκάψιμο από κανέν' από τα ηλιόλουστα χωράφια της σιτοφόρου Σικελίας». Μερικοί αρχαίοι μπρούντζοι βρίσκονταν σε αντίθεση «με την ωχρά λάμψη δυο ευγενικών &Χριστών Εσταυρωμένων&, που ο ένας είναι χαραγμένος σε φίλντισι και ο άλλος αποτυπωμένος σε κερί». Έχει τους δίσκους του από λίθους της Tassie, τη λεπτή του μπομπονιέρα συρμού Λουδοβίκου XIV με μια μινιατούρα από τον Petitot , τις πολυάκριβες του «χωματένιες συρματόπλεκτες γύρω καφετί τσαϊέρες», την από πετσί μαροκινό λεμονί επιστολοθήκη του και το κάθισμά του το «καταπράσινο

Σ τ ο λ ι δ ά ρ η ς Σε γάμον άρχοντος, προσκαλεσμένος, Ο Νούλας βρίσκονταν, απελπισμένος, Τι δεν εγένονταν, να καταφτάσουν, Σκουτιά ολοκαίνουργα να του τοιμάσουν. Να πάη δεν έστρεγε, καθώς φορούσε. Κι' απαρηγόρητος εβλαστημούσε. Του λέγει φίλος του· και τις η χρεία Να καταθλίβεσαι χωρίς αιτία.

Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι. Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα.

Την άλλη την ημέρα ο κυρ Χρήστος βρίσκονταν στο χωριό του και δίκαζε τους πατριώτες του, που έτρεχαν σ' αυτόν να βρουν το δίκιο τους, κι' ο Σπύρος είχε σκαπετήσει το Μέτσοβο κι' όσους απαντούσε στο δρόμο κανέναν δεν γνώριζε, κι' ούτε τον γνώριζαν! Το καρβάνι τραβούσε για την Πόλη, όλο της στερεάς.

Λέγοντας αυτά τα λόγια, έσκυψε με δακρυσμένα μάτια να κολλήση το κερί, που κρατούσε, ψηλά στο σαρακωμένο και βαγισμένο νεκρικό κουτί, κι' έτσι να προσφέρη μια μικρή ελεημοσύνη στον φτωχό Κατωκοσμίτη, που βρίσκονταν στα σκοτεινά, αλλ' εκεί, που κολλούσε το κερί, έπεσε το μάτι του στα κάτασπρα γράμματα, που είταν γραμμένα ψηλά στο μαύρο κουτί, κι' έμπηξε ένα μεγάλο ξεφωνητό με όλη τη δύναμη της καρδιάς του, σα να τον είχε τσιμπήσει στην καρδιά οχιά πικρή, η κακή μονομερίδα.

Άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, όσες ψυχές βρίσκονταν στο χωριό, εξόν μία λεχώνα κι' ένα βρέφος αβάφτιστο ακόμα, είταν συμμαζωμένοι μέσα στην ταπεινή εκκλησούλα κι' ακουρμαίνονταν με κατάνυξη το χαρμόσυνο τροπάρι: «Η γ έ ν ν η σ η σ ο υ Χ ρ ι σ τ έ ο Θ ε ό ς... »

Πλανήθηκε σαράντα μέρες δρόμο, πέρασε σαράντα πολιτείες, και διάβηκε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, ως που να φτάση στο μέρος που ξενειτεύονταν ο αδελφός του. Δε γνώριζε κανένα, ούτε κανένας πατριώτης βρίσκονταν εκεί. Είταν μεγάλη Παρασκευή, όταν μπήκε σ' αυτήν την πολιτεία, μέσα στην Ανατολή, κοντά στην Κόνια.

Και η ντόνα Έστερ πώς είναι; Μου επιτρέπετε να την επισκεφτώΚαι να, στο γλαυκό μισοσκόταδο τα πράγματα βρίσκονταν ακίνητα στον τόπο τους: το μπαλκόνι επάνω, μαύρο στο γκρι φόντο του τοίχου, το πηγάδι με τα κόκκινα λουλούδια, η τριχιά στη σκάλα.