United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλανήθηκε σαράντα μέρες δρόμο, πέρασε σαράντα πολιτείες, και διάβηκε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, ως που να φτάση στο μέρος που ξενειτεύονταν ο αδελφός του. Δε γνώριζε κανένα, ούτε κανένας πατριώτης βρίσκονταν εκεί. Είταν μεγάλη Παρασκευή, όταν μπήκε σ' αυτήν την πολιτεία, μέσα στην Ανατολή, κοντά στην Κόνια.

Η Παυλίνα σήκωσε τα μάτια της, δακρυσμένα, και τον κύτταξε γλυκά. — Θέλω ένα διαμάντι πιο μεγάλο από το μεγαλύτερο διαμάντι που φορεί στο διάδημά της η βασίλισσα. Ο Παύλος αναστέναξε. Όμοιο διαμάντι δε βρισκότανε σ' όλο τον κόσμο. — Πες μου, αγάπη μου, πού βρίσκεται, να σχίσω βουνά και θάλασσες να πάω να στο φέρω. Η Παυλίνα τον κύτταξε πιο γλυκά ακόμα. — Αν μ' αγαπάς θα πας να μου το βρης.

Για να θεμελιώση το Κράτος του με τρόπο που να μη φοβάται από τάγρια στοιχεία που το τριγύριζαν, έπρεπε να στήση το κέντρο του σε τόπο μ' έξοχα στρατηγικά, διοικητικά, κ' εμπορικά προτερήματα. Μέρος που να το διαφεντεύουν και να το θρέφουν από κάθε μεριά θάλασσες.

Απ' το μεγάλο το βασίλειο της Ανατολής, που μας χωρίζουνε θάλασσες πλατειές και πιο πλατειά ακόμα η έχθρα η παλιά μας κ' οι πόλεμοί μας, φτάσανε προξενητάδες διαλεκτοί, με καράβια φορτωμένα χρυσάφια και χαρίσματα. Ώρα την ώρα φτάνουν οι τρανοί μουσαφιραίοι και το παλάτι μας θα ιδή μεγάλο πανηγύρι σήμερα. Το βασιλόπουλο άκουσε αδιάφορα τα λόγια του πατέρα του.

Ύστερα από την παντρειά του, μη έχοντας ούτε χωράφια να δουλεύη, ούτε γίδια και πρόβατα να βόσκη, ούτε μουλάρι να κάνη τον αγωγιάτη, ούτε καμμιά τέχνη για να ζη στον τόπο του, αποφάσισε το γληγορώτερο να ξινιτευτή. Αποχαιρέτισε τη γυναίκα του κι' έφυγε, κι' αφού πέρασε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, έφτασε στην Ξενιτειά.

Όλα θα παν καλά, απαντούσε ο Αγαθούλης· ήδη η θάλασσα αυτού του νέου κόσμου είναι καλύτερη από τις θάλασσες της Ευρώπης μας· είναι πιο γαλήνια και οι άνεμοι σταθερώτεροι. Ασφαλώς ο νέος κόσμος είναι ο καλύτερος των κόσμων. — Άμποτες! έλεγεν η Κυνεγόνδη· υπήρξα έως τώρα τόσο φριχτά δυστυχής στο δικό μας, ώστε η καρδιά μου σχεδόν είναι κλεισμένη στις ελπίδες.

Πήρε το μαγικό κουδουνάκι, άκουσε μια τελευταία φορά το ντιν-ντιν, τώλυσε σιγά-σιγά. Έπειτα, από το ανοιχτό παράθυρο, τώρριξε στη θάλασσα. Οι αγαπημένοι δε μπορούσαν μήτε να ζουν μήτε να πεθάνουν ο ένας χωρίς τον άλλο. Ο χωρισμός δεν ήταν η ζωή ούτε ο θάνατος, αλλά ήτανε μαζύ και ο θάνατος και η ζωή. Γύρισε της θάλασσες, τα νησιά, και τους τόπους, για να διώξη την απελπισία του.

Τι θα πης, μαννούλα μου, να με δης άξαφνα μπροστά σου με τέτοια τρομάρα στο πρόσωπο! Μ' άφησε ο Κωσταντής ολομόναχη, ότι σιμώσαμε το χωριό, ότι ακούσαμε μια φωνή που σιγοδιάβαζε μέσα στο Κοιμητήριο, και χάθηκε από μπρος μου μαζί με το φρενιασμένο τάλογο που περνούσε θάλασσες και βουνά. Γίνεται να μην είνε όνειρα όλα αυτά; Είμουνα στο σπιτάκι μου απόψε.

Ο γαμπρός δεν ήτανε αγέννητος, δεν ήτανε ονειροφαντασία και ψέμα. Στο δρόμο βρίσκεται και περπατεί κ' έρχεται ολοένα. Απ' Ανατολή ή από Δύσι, από κάπου θα φανή. Απ' την Αθήνα ή απ' την Αμέρικα. Είνε τόποι μακρινοί, που τους χωρίζουνε βουνά και θάλασσες. Και είνε εμπόδια και αντισκόμματα στο δρόμο. Φουρτούνες, άνεμοι, νεροποντές, θηρία, αρρώστειες. Μήνες και χρόνια μπορεί να ταξιδεύη ο άνθρωπος.

Άξαφνα βλέπει το φεγγάρι να βγαίνη σα δρεπάνι ολοκαίνουργο από τα στήθια του Σέχη και να χώνεται μ' ορμή στα δικά του. Ο πόθος του δροσίστηκε πάραυτα. Και μ' εκείνη τη δροσιά ένα δέντρο εφύτρωσε. Έβγαλε φύλλα, έβγαλε κλαδιά και παρακλάδια, σκέπασε σαν ουρανός κάμπους και θάλασσες, χώρες και χωριά, βουνά και ποτάμια.