United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα ο πατέρας και ο νηός ο γυιός του νέο τραπέζι ετοιμάζουνε τρανό στου Παρνασσού τους βράχους, όπου σχίζονται και ανεβαίνουν ως τον ουρανό, — όπου ο Βάκχος ο θεός, κρατώντας της πεύκινες και δίφωτες λαμπάδες, της νύχτες ελαφρά χοροπηδάει μαζύ με της νυχτερινές Μαινάδες.

Αλλά στην επανάσταση του 1854, όταν μαζύ με άλλα χωριά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ήπειρως κάηκε και το Μικρό Χωριό και μαζύ με το Μικρό Χωριό κάηκε και τ' ώμορφο το σπίτι της, έμεινε στους πέντε δρόμους μοναχή, σαν η σταλαμματιά από το δέντρο, κι' είδε κι' έπαθε με τα ξενοδούλια, για να μπορέση να βγάλη τα έξοδα, για να βάλη μαστόρους να χτίση, όχι σαν το σπίτι, πούχε πρώτα με ανώγια και κατώγια, αλλά ένα χαμηλό σπιτάκι, με δυο στιες μονάχα, γιατί δεν είχε τίποτε άλλο, παρά πεντέξη γιδούλες και τρία τέσσερα προβατάκια για να ντυέται και ν' αρταίνεται.

«Κάνε γρήγωρα, σύντροφε, και γύρισε αμέσως εδώ. Αν αργήσης, δε θα με ξαναϊδής πεια. Πάρε προθεσμία σαράντα μέρες, και φέρε μου την Ιζόλδη την Ξανθή. Κρύψε την αναχώρησί σου από την αδερφή σου, ή πέσε ότι πας να ζητήσης κάποιο γιατρό. Θα πάρης το ωραίο μου καράβι. Πάρε μαζύ σου δυο πανιά, το ένα μαύρο το άλλο άσπρο.

Μαζύ με το Βούλγαρο θα χτυπήσω την Τουρκιά και θα μοιραστώ μαζύ με τον πρωθυπουργό της Βουλγαρίας, τα χώματα της Ευρωπαϊκής μεριάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι θα μεγαλώσω το Κράτος κάμποσα τετραγωνικά χιλιόμετρα, ας είναι και λίγα, έτσι θα ξεφύγω και το Κρητικό ζήτημα, που με στενοχωρεί πολύ αυτή την ώρα, και μπορεί να με ρίξει από την εξουσία».

Ο Ξενιτεμένος, αφού έκανε γερό πουγγί στην Αθήνα, ως ψωμάς, ξεκίνησε για την πολυπόθητη πατρίδα, μαζύ με τον αγαπημένο του τον Γκεσούλη. Στο ξεκίνημα του είχε κολλήσει κ' ένας χωριανός του, που η τύχη δεν τον είχε χαϊδέψει καθόλου από τη μεγάλη του ακαματιά. Αυτός ο χωριανός του λέγονταν Φετάνης και γνώριζε πόσο παχύ είταν το πουγγί του Λέντζου. Φτάσανε μαζύ στην Άρτα.

Η Φραγκογιαννού διηγήθη ότι, αφού, μετά την χθεσινήν ανάκρισίν της, εκατάλαβεν ότι ο ειρηνοδίκης άρχισε να την έχη «στην μπούκα του τουφεκιού», ησθάνθη κι' αυτή φόβον μη κακοπέση άδικα, και ότι από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς, όπου έτυχε να ευρίσκεται σήμερον το δειλινόν, είχεν ιδεί τους χωροφύλακας να κατασκοπεύουν το δικό της το σπίτι· ότι απεφάσισε να φύγη στα βουνά· ότι, καθώς έτρεχεν εδώ κάτω, κατά τον αιγιαλόν, σκοπεύουσα να πάρη το κρυφόν μονοπάτι του βουνού, οπίσω από τα Κοτρώνια, είδε τον Κυριάκον τον κλήτορα μαζύ μ' ένα γέρο-ταχτικόν, να έρχωνται κατόπιν της, αλλ' ότι, κατά θείαν νεύσιν, ευρέθη κοντά στο σπίτι της Μαρουσώς, η οποία ξεύρει καλά από παλαιόν καιρόν «τα πάθια της», εφρόντισε να προσθέση, και ιδούσα την θύραν ανοικτήν, έσπευσε να εισέλθη, όπως εύρη άσυλον.

Λοιπόν η συνθήκη αυτή δίνει στους Βουλγάρους το μεγαλήτερο κομμάτι της Μακεδονίας και της Θράκης. Μα αν ήταν να μας αφήσουν οι Βούλγαροι εκείνα τα μέρη μονάχα που απόμεναν για την Ελλάδα έξω από τη γραμμή του Άγιου Στέφανου, δεν είχαμε ανάγκη να κάνουμε μαζύ με τους Βουλγάρους τον πόλεμο.

ΕΡΜ. Εκδύσου λοιπόν το κάλλος και τα χείλη μαζύ με τα φιλήματα και την κόμην την πυκνήν και το ερύθημα των παρειών και ολόκληρον το δέρμα. Καλά είσαι τώρα• είσαι ελαφρός και δύνασαι να εισέλθης. Αυτός δε εδώ που φορεί την πορφύραν και το διάδημα και έχει το βλέμμα άγριον ποίος είνε; ΛΑΜΠ. Λάμπιχος, ο τύραννος των Γελώων. ΕΡΜ. Διατί λοιπόν, Λάμπιχε, ήλθες με τόσας αποσκευάς;

ΕΡΜ. Απόβαλε πρώτον την σοβαρότητα του ήθους και έπειτα όλα τα άλλα. ω Ζευ, πόσην αλαζονείαν φέρει μαζύ του, πόσην δε αμάθειαν και φιλονεικίαν και ματαιοδοξίαν και ερωτήσεις αινιγματώδεις και λόγους σκοτεινούς και εννοίας πολυπλόκους• αλλά και ματαιοπονίαν πάρα πολλήν και όχι ολίγην κενολογίαν και φλυαρίαν και μικρολογίαν, βλέπω δε να έχη και χρυσόν και ηδυπάθειαν και αναισχυντίαν και οργήν και τρυφηλότητα• τα βλέπω αυτά αν και με ιδιαιτέραν φροντίδα τα κρύπτεις.

Τέτοιαις γυναίκες θέλω εγώ το χώμα μας να βγάζη, Νάνετον έρωτα γλυκειαίς, λεβένταιςτο τσαπράζι! Η νηαίς πάνε μαζύ με νηούς. Α! τι χαρά, τι ζήλεια, Με της πατρίδας τον οχτρό, μέσ' 'ς τ' ασκεριού τη μέση, Ο νηός να πολεμάη, Και νάχη πλάιπλάι Την κόρη της αγάπης του, κι' αν βαρεθή, κι' αν πέση.