Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Έλα Γιαννούλα, πάρετο· κι' όποτε θέλει ο Μήτρος Να πάρη την Αναστασιά, με δαύτο ας την εγγίξη. .............................................. Είκοσι μέραις πέρασαν, σαν χρόνια για το Μήτρο, Κ' έφτασε τ' Άι-Γιωργιού η γιορτή, το μέγα πανηγύρι, Που χέρι-χέρι νηαίς με νηούς κρατιούνται και χορεύουν. Η αράδα της Αναστασιάς εσύντυχε το Μήτρο.

Τ' αστέρια μέσ' 'ς τα σύγνεφα κρύβουνε ταις θωριαίς τους, Και κλαίγει τώρα ο ουρανός πώλαμπε 'σάν ζαφείρι. Βγαίνουν. 'Μπροστά-'μπροστά κινούν τα γυναικόπαιδά τους, Και 'πίσω-'πίσω η λυβεντιά ζωμένοι τάρματά τους. Απ' ταις γυναίκες κι' απ' ταις νηαίς, νηαίς 'σάν Μαϊού λουλούδια, Πολλαίς τ' αντρίκια εντύθηκαν και πάνε...με τραγούδια!

Ακολουθάν' οι νηοί κ' η νηαίς και βλέπουν και ζηλεύουν, Κ' η ζήλεια βγαίνει απ' την καρδιά κ' ιδρώνει μέσ' 'ς τα μάτια, Και σαν αχτίδα πέτεται απώνα μάτιάλλο Κι' από μιαάλληνε καρδιά, κ' εκεί γεννιέται αγάπη. Κι' όσο που νάρθη άλλ' άνοιξι, κι' όσο να κλείση ο χρόνος Απώνα γάμο δυο και τρεις και τρίδιπλοι φυτρώνουν.

Τέτοιαις γυναίκες θέλω εγώ το χώμα μας να βγάζη, Νάνετον έρωτα γλυκειαίς, λεβένταιςτο τσαπράζι! Η νηαίς πάνε μαζύ με νηούς. Α! τι χαρά, τι ζήλεια, Με της πατρίδας τον οχτρό, μέσ' 'ς τ' ασκεριού τη μέση, Ο νηός να πολεμάη, Και νάχη πλάιπλάι Την κόρη της αγάπης του, κι' αν βαρεθή, κι' αν πέση.

Και παίρνει η φήμη τα χωριά, και παν να την ιδούνε· Κι' όσοι την βλέπουν, νηοί και νηαίς, μαραίνονται από ζήλεια... Κι' ο Ήλιος, — σαν την κύτταξε ντυμμένη με τ' αστέρια, Τον αποπήρε ο πόνος του κ' η φλόγα της καρδιάς του Κ' άπλωσε χέρι απάνου της και τσ' είπε λόγια αγάπης... Η κόρη πούταν φρόνιμη και καλοαναθρεμμένη, Τον μάλωσε βαρηά βαρηά και τούπε με φοβέρα, Να μην απλώση απάνου της, να τραβηχθή μακρυά της, Τι μαραγκιάζει ο κόρφος της, χαλάει η εμμορφιά της, Και σαν το μάθη η μάνα της, θε να τον καταριέται... Και φεύγει μ' άδειο το σταμνί.

Όλαις η νηαίς παντρεύονται και πέρνουν παληκάρια, κ' εγώ η Γιαννούλα η ώμορφη πήρα το μαραζιάρη. Σιμά του πάντα κάθομαι· του κρένω δεν μου κρένει· ψωμί του δίνω δεν το τρώει, κρασί και δεν το πίνει. Η κλαγγή της φωνής της, καίτοι δεν έχει πλέον την δρόσον της πρώτης νεότητος, έχει όμως σπάνιον αληθώς το κάλλος.

Αυτά 'πε, και ανεχώρησετα δώμα του Οδυσσέα. 715 και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει πλειά να καθίσητο θρονί,—κ' ήσαν πολλάτο σπίτιαλλάτου τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις, η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. 720 κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου, ακούτε• πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας, απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν• π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγανόλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 725 'πουτην Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε. σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία, ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, 730 την ώρα 'π' αυτός έμπαινετο βαθουλό καράβι• και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος, δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι, ή εμένα εδώ θε ν' άφινετο σπίτι απεθαμένη. αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, 735 τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας, και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη, για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη, 'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη, εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν 740 εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».

Τ' απόγιομα 'ςτ' αλώνια Στήσαν η λυγεραίς χορό, κι ακούει ο δόλιος Λάμπης Στ' άλλα τραγούδια ανάμεσα που λέν' η νηαίς μπροστά του, Της Πούλιας τ' αρραβώνιασμα!.................. Η ΝΗΣΙΩΤΟΠΟΥΛΑ κ. Σπ. Π. Λάμπρω Νησιωτοπούλα κάθεται σε μαρμαρένιον πύργο, Με κέντημα ατά χέρια της, μ' αγάπη στην καρδιά της.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν