United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τ' απόγιομα 'ςτ' αλώνια Στήσαν η λυγεραίς χορό, κι ακούει ο δόλιος Λάμπης Στ' άλλα τραγούδια ανάμεσα που λέν' η νηαίς μπροστά του, Της Πούλιας τ' αρραβώνιασμα!.................. Η ΝΗΣΙΩΤΟΠΟΥΛΑ κ. Σπ. Π. Λάμπρω Νησιωτοπούλα κάθεται σε μαρμαρένιον πύργο, Με κέντημα ατά χέρια της, μ' αγάπη στην καρδιά της.

Κ' οι λινοί, όμορφα άσπρα, κόκκινα, γαλάζια σπιτάκια, σκορπισμένα ανάκατα κάπνιζαν· κόντευε μεσημέρι. Οι αργάτες τρυγούσαν παλληκάρια και κορίτσια, με τα καλάθια που τα γέμιζαν τα φορτόνουνταν στον ώμο τους, κι έρχουνταν κι άδειαζαν τις σταφίδες στ' αλώνια.

Ξαφνικό χαλάζι πυκνό και κατάχοντρο παράδερνε τα χτήματα, τσάκιζε τις ελιές και τα δέντρα, παράσυρνε τη σταφίδα απ' τ' αλώνια στα χαντάκια, κάτω στο ποτάμι, πέρα στη θολή και μανιωμένη θάλασσα. Αντάρα πυκνή, θολό χάος σκέπαζε και γις και ουρανό. Η δυστυχία άπλωσε το βαρύ χέρι της και τσάκισε, και συνέτριψε και κόπους κι αγώνας, και όνειρα κι ελπίδες.

Και τι να είπω περί των ανέμων οίτινες είνε καταδικασμένοι να υπηρετούν την γεωργίαν, να κινούν τα πλοία και να φυσούν διά να ευκολύνουν το λίκμισμα εις τ' αλώνια; ή διά τον ύπνον όστις κατέρχεται προς όλους, ή τα όνειρα τα οποία διανυκτερεύουν μετά του ύπνου και του εμπνέουν προφητικάς ιδέας; Όλους αυτούς τους κόπους υποφέρουν οι θεοί χάριν των ανθρώπων και διά να υπηρετούν έκαστος την επί της γης ζωήν.

Επήρε φρίξι απ' τα καμώματα εκείνου του προκομμένου του γυιού μου. . . Κυττάξετε, παιδιά!. . . ανίσως τον πιάσετε, να μην τον τυραγνήσετε πολύ . . . — Τον είδες πουθενά να τρέχη; Κατά πού έκαμε; — Τον είδ' απ' αλάργα! . . . Έκαμε κατά τα Πηγάδια, πέρα στ' Αλώνια. Η Φραγκογιαννού εψεύδετο διπλά.

Αλλά βλέπων όλους ημάς περιέργους και ανυπομόνους να τον ακούσωμεν, ενίκησε τον δισταγμόν του, ανεκάθισεν επί της καθέκλας του, εσήκωσεν από της κεφαλής το καλυμμαύχιόν του, το απέθεσεν επί της τραπέζης, έτριψε δις ή τρις το μέτωπον με την δεξιάν παλάμην του, και στηρίξας το ήρεμον βλέμμα κατά σειράν επί τους οφθαλμούς όλων ημών, ήρχισεν ως εξής την διήγησίν του: — Γνωρίζετε όλοι τα Παλαιά Αλώνια εδώ έξω, προς βορράν του χωρίου.

Κι' όπως λιχμίζουν χωρικοί, και τ' άχερο στ' αλώνια παίρνει ο αγέρας, σα φυσούν άνεμοι κι' η ξανθούλα 500 θεά χωρίζει Δήμητρα απ' τ' άχερο το στάρι, κι' ασπρολογάνε οι θημωνιές· όμια άσπρισε τους άντρες απ' άκρη ως άκρη ο κουρνιαχτός, που σύγνεφα λες τότες ως στον πολύχαλκο ουρανό τον τίναζαν τα πόδια των ζώνε, σα ματάσμιγαντι πίσω τα γυρνούσε 505 κάθε αμαξάςκι' οι δυο στρατοί ξανά στη μάχη ορμούσαν.

Το νεκροταφείον μας, καθώς ενθυμείσθε, κείται ολίγον μακρύτερα, προς δυσμάς. Αμπέλια δεξιά, το βουνόν αριστερά, και ανάμεσα ο δρόμος από τ' Αλώνια το νεκροταφείον. Εις το μέσον περίπου του δρόμου, προς του βουνού το μέρος, ίσως παρετηρήσατε έν μεγάλον πεύκον· τα γηρασμένα του κλωνάρια σχηματίζουν μικράν όασιν σκιάς, όταν ο ήλιος φλογίζη την άδενδρον εκείνην έκτασιν.

Θα ζωσθούμε αγριαμπελιά, της είπε, θα μαζόξουμε λουλούδια, θα φάμε χλωρά 'κκιά με το τυρί κοντάτη βρύση, θα βρούμε γενόμενα κεράσια! — Αχ! πώς μ' αρέσουν! Εκλείδωσαν την οικίαν και εξήλθον. Βωβά εκρότουν τα στερεά πατήματα των τριών γυναικών εις τους στενούς κ' ερήμους δρομίσκους της πολίχνης. Διήλθον τα αλώνια, το έξω της πολίχνης λειβάδιον.

Πώς ζέβεις βόδια ασερνικά μεγάλα κουτελάτα 495 και τρίβεις σταροκρίθαρο σε μαρμαρένια αλώνια, κι' εφτύς λιανό όλο γίνεται απ' των βοδιών τα πόδια· έτσι και τ' άπιαστα άλογα του ξακουστού Αχιλέα νεκρούς πατούσαν κι' άρματα, κι' όλο τ' αξόνι κάτου κι' οι αμαξόγυροι είτανε πασπαλισμένοι μ' αίμας 500 απ' τις σταλιές που των τροχών πετούσαν τα στεφάνια και τ' αλογόνυχα.