United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντί να κοιμηθώ, εξήλθα της οικίας αθορύβως. Ήμεθα οι μόνοι αυτής κάτοικοι• ο αγαθός οικοδεσπότης έμενεν εντός του πλοίου του. Από της άκρας της πόλεως, όπου ήτο η κατοικία μας, κατέβην προς τον λιμένα, όσω δ' επλησίαζα προς αυτόν, έβλεπα ανθρώπους προς κίνησιν. Ηρώτησα τι τρέχει και έμαθα ότι η Ύδρα ήναψεν αφ' εσπέρας φανούς. ― Και τι σημαίνουν οι φανοί;― Κατέρχεται στόλος Τουρκικός!

Γλυκά-γλυκά κατέρχεται επί των βλεφάρων μου ο ύπνος ως ψεκάζουσα δρόσος από των Εστιών, άτινα συγχέονται προς την σκοτίαν πλέον, όγκοι σκοτεινόφαιοι ατμών και καταχνιάς.

Την ώραν εκείνην ήκουσε μεμακρυσμένους κωδωνίσκους να ηχούν, και συγχρόνως είδε μακρόθεν να κατέρχεται ένα κοπάδι. Πάραυτα εσκέφθη ότι, αν δεν προλάβη ευθύς να εξέλθη από την μικράν χαράδραν, μετ' ολίγον η κρύπτη της θ' ανακαλυφθή εξ άπαντος.

Έπειτα φαίνεται ότι πάσα επιστήμη είναι διδακτή, και παν αντικείμενον της επιστήμης υπόκειται εις την μάθησιν. Ακόμη δε πάσα διδασκαλία αρχίζει από τα προηγουμένως γνωστά, καθώς αναπτύσσομεν και εις τα αναλυτικά. Διότι άλλη μεν γίνεται δι' επαγωγής, άλλη δε διά συλλογισμού. Και βεβαίως η μεν επαγωγή είναι η έρευνα η ανυψούσα εις τα αξιώματα και τα γενικά, ο δε συλλογισμός κατέρχεται από τα γενικά.

Αλλά και αύτη η ψευδορκία ανετράπη άρδην, και ο Ιησούς ήκουεν εν σιωπή ενώ οι διηρημένοι εχθροί Του απελπιστικώς συνέχεον αλλήλων τας μαρτυρίας. Η ενοχή πολλάκις κατέρχεται εις δικαιολογίας όπου η αθωότης μένει άφωνος.

Γυνή θαυμαστή, του κάλλους της οποίας η ανταύγεια αμιλλάται προς τας ακτίνας πολυτίμων λίθων και χρυσού, κατέρχεται ταχέως οπισθίαν κλίμακα μεγάρου πολυτελούς.

Και όταν πλέον ήθελα να επιστρέψω εις την κωμόπολιν, με τάλλα τα παιδιά, κατεβαίναμεν ολίγον παρακάτω από τον Χριστόν, εκεί όπου ο βράχος κατέρχεται αποτόμως προς την θάλασσαν, και όπου σχηματίζεται χάσμα επικίνδυνον, πληρούμενον αιωνίως θαλασσοβοής και αφρού των κυμάτων, τα οποία μέσα εκεί ροχθούν και αλαλάζουν, ότε το χάσμα φοβερόν αντιλαλεί, μακράν, ως ν' αποθνήσκη εκεί κάτω ζωντανή ψυχή, και κράζει και ζητεί βοήθειαν.

Και εν ώραις μεν γαλήνης κ' ευδίας, ότε το πλοίον και η θάλασσα «πήζουσιν», οι δε ναύται δεν γνωρίζουσι πώς να διασκεδάσωσι την αφόρητον ανίαν της απλοίας, ή όταν ούριον πνεύμα ευαρέστως ωθή το πλοίον προς τα εμπρός και μαλακά-μαλακά ως τολύπη βάμβακος προσπίπτουσιν επί των πλευρών τα κύματα, γλυκά μινυρίζοντα, και δρόσος απολαυστική κατέρχεται από των ιστίων, ήτις τόσον καθηδύνει τους ναύτας, ώστε ανεπαισθήτως ν' αρχίζωσι το άσμα, εν ταις τοιαύταις γλυκείαις ώραις δεν είνε παράδοξον αν ενίοτε οι ναύται έπαιζον με την επικίνδυνον αυτήν ιδιοτροπίαν του καπετάν Κωνσταντή.

Κατά τον αυτόν τρόπον το τρυφερόν αίμα εξακοντιζόμενον διά των μελών του σώματος, οσάκις μεν οπισθοδρομικώς ορμά προς το βάθος, αμέσως κατέρχεται ρεύμα αέρος με ορμητικόν φύσημα, οσάκις δε εκείνο αναπηδά επάνω, πάλιν ο αήρ εξ ίσου οπίσω εξέρχεται». Ταύτα λοιπόν λέγει ο Εμπεδοκλής περί της αναπνοής.

Αλλ' ολίγον κατ' ολίγον αι σκέψεις του ήρχισαν να ψυχραίνωνται και η οργή του να κατέρχεται ως ο υδράργυρος του θερμομέτρου. Τον Τερερέν τον άνθρωπον ακριβώς ειπείν δεν εφοβείτο· τον ανησύχει όμως ο Τερερές ο μάγος.