United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά τούτο ευθύς ως η κόρη ανέφερε τον πατέρα της, επωφελήθην την περίστασιν να τρέψω τον λόγον εις αυτόν, μεταβάλλων ανεπαισθήτως το θέμα μας. — Και ο πατήρ σου, είπον, φαίνεται ότι αγαπά πολύ την ποίησιν. Χωρίς άλλο θα έχη αναγνώση πολλούς ποιητάς. Ορίστε; — Ω, βέβαια! είπεν η κόρη, πολλούς πάρα πολλούς. Και ανέγνωσεν εις πολλάς γλώσσας, ως και εις την σανσκριτικήν.

Αι! δόξα σοι ο Θεός! είπεν αίφνης, διακόπτουσα μεγαλοφώνως τας σκέψεις της και σταυροκοπουμένη. Απορούσα δε, ότι ο Δημήτρης δεν επανήρχετο, ανέλαβε πάλιν ανεπαισθήτως τον ειρμόν του τερπνού της ονείρου. — Θάκανα ένα φουστανάκι της Ελένης μου, εξηκολούθησε διαλογιζομένη, και θάστελνα και τον Νικολή μουτο σχολειό να μη μείνη στραβό το καϋμένο, και με βλαστημάη μια μέρα.

Είνε ωραία θερινή εσπέρα, και το ήρεμον λυκόφως της επερχομένης νυκτός περιστέλλει ανεπαισθήτως τον ορίζοντα και θάπτει κατά μικρόν υπό τας αμφιβόλους και πυκνουμένας σκιάς του δάση και βράχους και κοιλάδας.

Μετά τινας ούτω πως εμπαικτικάς παρατηρήσεις και επί του όλου παραστήματος και της ενδυμασίας του ατυχούς Λουή, η μήτηρ μου διέκοψεν ανεπαισθήτως το γεύμα της και, προσηλώσασα τους οφθαλμούς εις το παράθυρον, εβυθίσθη ολίγον κατ' ολίγον εις σκέψεις, κατά την συνήθειάν της.

Από του γελεκίου του έλαμπεν ανηρτημένη βαρεία χρυσή άλυσις του ωρολογίου του, σειομένη εκεί που εβάδιζε κλίνων ένθεν και ένθεν ολίγον, ανεπαισθήτως.

Διότι ανεπαισθήτως μετακινούν τα ήθη των νέων και κάμνουν δι' αυτούς το μεν παλαιόν άτιμον, το δε νέον έντιμον. Από αυτήν δε, επαναλαμβάνω, και την λέξιν και την δοξασίαν δεν υπάρχει μεγαλιτέρα ζημία εις όλας τας πόλεις. Ακούσατε πόσον κακόν θεωρώ ότι είναι αυτό. Άραγε μήπως εννοείς το να κατακρίνεται η αρχαιότης μέσα εις τας πόλεις; Μάλιστα.

Η φύσις των βλάχων, η αφελής και απλοϊκή, είνε τοιαύτη ώστε να δεχωνται και τα αισθήματα κατά διαδοχήν, όπως την καλύβαν και τα πρόβατα· η φιλία είνε πατροπαράδοτος εις αυτούς· εισχωρεί εις τα στήθη των ανεπαισθήτως, όπως ο δεσμός της συγγενείας. Ο γέρω Βαγγέλης ούτε εις την κόρην, ούτε εις τον γαμβρόν του είχεν εκμυστηρευθή την ευεργεσίαν την οποίαν ο Δημήτρης του είχε κάμει.

Εφθάσαμεν ανεπαισθήτως εν πλήρει πλέον χριστιανισμώ. Εδώ επιβάλλεται κάποια επιφύλαξις. Η άγνοια είνε τόσον εύκολος εις παρανοήσεις. Αρκούμεθα μόνον να υπενθυμίσωμεν ότι και εδώ επίσης το μέλλον να συντρίψη την κεφαλήν του όφεως είνε το σπέρμα της γυναικός, της υπάτης ταύτης ιερείας του έρωτος επί της γης.

Το πώς εγλύτωσα είνε θαύμα. — Άγιε Νικόλαε! ως εξ ενός στόματος έκραξαν όλοι οι συνηγμένοι εκεί, αποκαλύψαντες ανεπαισθήτως τας κεφαλάς των και σταυροκοπηθέντες· και απήλθον εν χαρά εις την αγρυπνίαν, ενώ ο απέναντι οίκος της γρηάς το Μορφάκι, ελαμποκοπούσεν από τα φώτα.

Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.