United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θέλω να πω, στο σπίτι του μέσα δεν ορίζει κανείς ποιόν να βάλη και ποιόν να διώξη; Αι λοιπόν, δεν τον ήθελα στο σπίτι μου. Όχι πως μούκανε τίποτε ο άνθρωπος, μα δεν τον έκανα γούστο... Αυτό ήτανε! — Τον έδιωξες; ρώτησε ο Βαγγέλης. — Κι' αν τον έδιωχνα δηλαδή, τι ήτανε; Δεν ορίζω;... — Όχι! ρωτάω δηλαδή... — Τον έδιωξα. Βέβαια τον έδιωξα. Σα δεν ήθελε να το καταλάβη μοναχός του.

Πήγε και τούφερε νερό, του ανασήκωσε το κεφάλι του κεκείνος ρούφηξε με λαχτάρα σαν τη διψασμένη γη. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα, Βαγγέλη; Βασανίζεσαι, καϋμένε... Είπε αναστενάζοντας με καλωσύνη. — Δεν έχω τίποτα. Κοιμήθηκα! Εσύ να γίνης καλά! του αποκρίθηκε ο Βαγγέλης καταπίνοντας τα δάκρυά του. Ένα χαμόγελο χάραξε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα στα χείλια του αρρώστου.

Όλων τα οθόνια εβράχησαν. Ο Βαγγέλης έλειπε την νύκτα. Ήλθε το πρωί, ευρίσκει το στρώμα και τα σκεπάσματα της κλίνης όλα βρεγμένα, και αρχίζει πικράν επίπληξιν κατά της εξαδέλφης του. — Μήπως και τα δικά μου δεν θα βράχηκαν τάχα, εκεί που βρίσκονται; είπε μεγαλοφώνως, ίσως διά να την ακούουν έξω, η Σταυρούλα. Να, και το παπλωματάκι μου, κύττα, πως έγεινε!

Εδώ στο βυζί με χτύπησε! ξαναείπε ο Γιώργης κρατώντας πάντα την απαλάμη του στην πληγή του. Σήκωσε τα μάτια του κατά τον Μήτσο γυρεύοντας θάρρος. — Δεν έχεις τίποτα! Δεξιά είνε! είπ' εκείνος. Μέσ' στη σάστισί τους κανένας δεν τον ρώτησε ποιος τονέ χτύπησε, ούτε ο ίδιος είπε τίποτε. Καθώς τον ανασηκώνανε, ο Βαγγέλης τον ρώτησε: — Τον είδες; Τον πήρε το μάτι σου; Ποιος σε βάρεσε, ρε Γιώργη;

Έκυπτε διά να ξεκλειδώση την θύραν του, κρατών υπό μάλης το λαγούτο, το οποίον έψαυε το έδαφος. Ποτέ δεν ήρχετο ωρισμένην ώραν εις το δωμάτιόν του. Πότε πολύ ενωρίς, πότε πολύ αργά, άλλοτε έλειπεν όλην την νύκτα κ' εκοιμάτο την ημέραν. Πότε ήτον νηστικός, πότε εφαίνετο να είνε «αποκαής». Δεν είνε βέβαιον αν έπινε χασίς, φαίνεται όμως ότι έπινε πολύ ρακί. Ήτον Τουρκομερίτης. Ωνομάζετο Βαγγέλης.

Όταν επαρουσιάσθη εις την σπιτονοικοκυράν ο Βαγγέλης διά να ενοικιάση το δωμάτιον, επαρουσιάσθη ως μπεκιάρης και ως μέλλων να ζη μοναχός του. Ύστερ' από λίγας ημέρας της λέγει έξαφνα, ότι έχει μίαν γυναίκα και σκέπτεται να την φέρη εδώ. Η κυρά Γιάνναινα αμέσως υπώπτευσεν, ότι θα είχε καμμίαν «λεγάμενη». — Αυτά δεν τ' ακούω εγώ, του λέγει· εσύ μου είπες πως είσ' εργένης· για εργένη σ' έβαλα.

Και την φοράν ταύτην, το ταχύπλουν, λήγοντος του Μαρτίου, του αποχαιρετισμού του χειμώνος γενομένου, είχε βυθισθή· ο δε παπά- Βαγγέλης, ο εφημέριος άμα και ηγούμενος και μόνος αδελφός του μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχων κατ' εύνοιαν του επισκόπου και το αξίωμα του εξάρχου και πνευματικού των απέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ήδη, έπλεε τετράκις του έτους, ήτοι κατά πάσαν τεσσαρακοστήν, εις τας αντικρύ εκτεινομένας ακτάς, όπως εξομολογήση και καταρτίση πνευματικώς τους δυστυχείς εκείνους δουλοπαροίκους, τους «κουκουβίνους ή κουκκοσκιάχταις», όπως τους ωνόμαζον, σπεύδων, κατά την Μεγάλην τεσσαρακοστήν, να επιστρέψη εγκαίρως εις την μονήν του όπως εορτάση το Πάσχα.

Ο Βαγγέλης απεχώρησεν ήνοιξε την ιδίαν θύραν του, δύο πόρτες παραπέρα, κ' έμεινεν άγρυπνος, μονολογών, μορμυρίζων και σιγοτραγουδών, ως το πρωί. Είτα εκοιμήθη έως το μεσημέρι. Όταν εξύπνησεν ήκουσε την Κατερνιώ απ' έξω να διακωδωνίζη προς τας άλλας γειτονίσσας το συμβάν της νυκτός, ως κωδωνοφόρος αρετή, είδος κροταλίου.

Και πάντα σύμφωνοι. — Έτσι που λες, — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Είχε νυχτώσει. Οι παρέες σιγά-σιγά αδειάσανε το μαγαζί. Πηγαίνανε και «παρακάτω», να δοκιμάσουνε κι' άλλα κρασιά. «Οι νέοι μουδιάζουνε γλήγορα στον ίδιον τόπο. Θέλουνε κούνημα... Ο γέρος, άμα καθήση, κάθησε», έλεγε ο Καπετάν Βαγγέλης. «Ως που να καθήση, και να μη σηκωθή», επρόσθετε ο Μπαρμπα-Δημητρός. — Έτσι δεν είνε; Πώς;

Ο Βαγγέλης από το δωμάτιόν του ήκουε την φωνήν της Κατερνιώς, ήτις διεμαρτύρετο λέγουσα: — Και ποια είμ' εγώ! ...Θάρρεψε πως ήμουν καμμιά σαν τα μούτρα του, ο χαμένος! ...Αν δεν του σπάσω το κεφάλι του, να το κάμω μακρουλό και κούφιο και πλακαρό, σαν το λαγούτο του, να μη με λένε Κατερνιώ. Ο οργανοπαίκτης, αισθανόμενος μεγάλην καρηβαρίαν, συνάμα δε και φόβον κ' εντροπήν, δεν εξήλθεν ως το βράδυ.