United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από αυτήν διακρίνεται μια γωνία, ένα Λ πιο μικρό ή πιο μεγάλο, ποτέ όμως τόσο μεγάλο ώστε το μάτι να σταματά και να βρίσκει το τέρμα της ικανοποίησής του. Από τα λόγια των δύο γυναικών, ξεχώριζε τα κομμάτια αυτά τακτικά, και στον ίδιο συρμένο και γλήγορο ήχο: — Καϋμένη! — Έλα δα λοιπόν.,, — Ναι στη ζωή μου.,, Κύττα κει! — Αχ!.,, Μα τι περίεργο.,,

«Κύττα, θα 'πούν, τον γέροντα!... χαρά 'στόν αναιδή!... ορέγεται κι' η μύτη του λουλούδι να μυρίση... συ πρέπει να στολίζεσαι μονάχα με κλαδί, κομμένο από μνήματος θλιμμένο κυπαρίσσι». Πουλώ Αριστοτέλη.. ποιος κουτεντές τον θέλει; Κανείς δεν μ' ηλεκτρίζει συλλογισμός σωρείτης, τώρα με φοβερίζει ποδάγρα και αρθρίτις.

Πιο βαρύς. . . .Ψηλότερος απ' τα ψηλά δένδρα. — Ψηλότερος. — Το μαύρο σημάδι σαλεύει. — Αυτό είναι. Είναι η μαύρη πηγή του θρήνου. — Τόσο μικρό ; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Δεν είναι μια φούχτα χώμα. Μια καρδιά είναι κρυμμένη στο μαύρο σημάδι. Για κύττα! Κάτι σέρνεται στο χώμα σαν φίδι. — Δεν είναι φίδι. Είναι μαλλιά. Τα μαλλιά σέρνονται στο χώμα. — Κάτι κτυπάει τη γη.

ΓΡΑΥΣ Πανώρηα μου κοράσια, οι Αχαιοί εδοκίμασαν κ' εμπήκαν στην Τρωάδα. Καθένας δοκιμάζοντας όλα τα κατορθώνει. ΓΟΡΓΩ Χρησμούς μας είπεν η γρηά κ' επήγε στο καλό της. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Και τι δεν ξέρουν, μα και τι δεν ξέρουν οι γυναίκες! ως και το πώς επήρε ο Ζευς την Ήρα για γυναίκα. ΓΟΡΓΩ Για κύττα, Πραξινόη, εκεί στου παλατιού τις πόρτες τι κόσμος που στρημώνεται.

ΠΡΑΞΙΝΟΗ Όσοι δεν έχουνε δουλειά, έχουνε πάντα σχόλη. Φέρε μου τώρα να πλυθώ, Ευνόη εσύ ακαμάτρα, που σαν τις γάττες πάντοτε σ' αρέσει το ραχάτι. Κουνήσου, φέρ' ευθύς νερό. Κύττα, σαπούνι φέρνει. Ας είνε, δος μου το κι αυτό. Μα πρόσεχε, καϊμένη! μη χύνης δα τόσο νερό, βρέχεις το φόρεμά μου. Φθάνει. Ποτέ δε νίφτηκα τόσο καλά, ποτέ μου. Και της κασέλλας το κλειδί που νάνε; φέρε μου το.

Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Όχι, δεν θέλουν άγνωστη να μείνη η γενεά σου οι αθάνατοι, αν σ' εγέννησε τέτοιον η Πηνελόπη. αλλά μ' αλήθεια λέγε μου• τι τράπεζα είναι τούτη; και τι το πλήθος; και προς τι τα θέλεις τούτα; γάμος 225 είναι ή συμπόσιον; επειδή συντροφικά δεν είναι• με πόσην υπερήφανην αποκοτιά συντρώγουν, κύττα, μέσατα δώματα• σφόδρα θ' αγανακτήση όποιος και αν έλθη φρόνιμος τόσ' άπρεπα θωρώντας».

Κύττα, κύττα . . . κι' εδώ κι' εκεί πέρα όλοι κτίζουν, και συσυμφορά σου! — κτίζεις σπήτια, μα πού; . . . 'στον αέρα· αλλ' αυτά πάρτα συ, χάρισμά σου. Κύττα έναν που πάει 'μπροστά. . μήπως είναι κανείς τραπεζίτης; κύτταξέ τον τι πόζα βαστά . . . κι' όμως ξέρεις τι είναι; . . . μεσίτης.

Αν δεν πέση μέσ' στη γη το στάρι να πεθάνη, το ολόχρυσο κλωνάρι με το ακτινωτό το αστάχι, τη χαρά δεν θα σκορπίση πα στον κάμπο. Τραβώντας στο Ιδανικό σου ίσια τον δικό σου κύττα μοναχά σκοπό.

Αυτός ο καβαλλάρης! Κύττα πώς τρέχει το μουλάρι του! Καλώς ώρισες, παιδί μ'! Καλώς τα μάτια σ' τα δυο!

Έσκυβε αυτός και τους κύτταζε από ψηλά. Όμως κάποιο κακό μάτι έπεσε απάνω του. Γιατί όλοι όσοι τον βλέπανε λέγανε μέσα τους: «Για κύττα τον καμπουράκη.... θάρρος που τόχει! Καμμιά μέρα θα πέση να σκοτωθή». Και από τα πολλά τα μάτια κάποιο τονέ βάσκανε.