United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΟΡΓΩ Ετούτο σου το φόρεμα με τις πολλές τις δίπλες σου πάει, αλήθεια, μια χαρά. Πόσο να σου κοστίζη το ύφασμα; ΠΡΑΞΙΝΟΗ Μην τα ρωτάς, Γοργώ μου· μου κοστίζει απάνω από εκατό δραχμές, χωρίς να λογαριάσω τους κόπους για το ράψιμο. ΓΟΡΓΩ Θάσ' ευχαριστημένη. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Πάρα πολύ. Φέρε μου πια το πανωφόρι, Ευνόη, και βάλε μου το σκιάδι μου με χάρη στο κεφάλι.

Αν θες λοιπόν ν' αρματωθής, πολεμιστής να γένης κι αν σου βαστούν τα πόδια σου να περπατής μ' ασπίδα, σύρε μιαν ώρ' αρχήτερα στην Αίγυπτο. Τα χρόνια τασπρίζουν τα μηλίγγια μας κ' η ασπράδ' αγάλια-αγάλια από τα δυο μηλίγγια μας στα γένεια κατεβαίνει. Ό,τι μπορούμε ας κάνωμε όσο βαστούν τα πόδια. ΓΟΡΓΩ Εδώ είν' η Πραξινόη; ΠΡΑΞΙΝΟΗ Εδώ. Πολύν καιρό είχες νάρθης.

ΓΟΡΓΩ Άκουσες, Πραξινόη μου, πόσο σοφή είνε η κόρη; Καλότυχη είνε αληθινά για όσα τραγούδια ξέρει κι ακόμα πιο καλότυχη για τη γλυκειά φωνή της. Μάνε καιρός, μου φαίνεται, να πάμε και στο σπίτι. Ο άντρας μου είνε νηστικός κ' εύκολος στο θυμό του κι όταν πεινάη, αλλοίμονο σ' όποιον μπροστά του λάχη. Αγαπημένε μ' Άδωνι, χαίρε! κι όταν ξανάρθης χαρούμενους κι ολόχαρους όλους μας να μας εύρης.

Πάντα ταύτα ανακυκώνται φύρδην μίγδην εν τη διανοία του Περδίκη, και ο Περδίκης βαίνει γοργώ τω βήματι, απομάσσων διά της παλάμης τον ιδρώτα του μετώπου του, χωρίς καν να προσέχη πού διευθύνεται. Τέλος αργά, πολύ αργά, ευρίσκεται ανεπαισθήτως προ της θύρας του οίκου του.

ΠΡΑΞΙΝΟΗ Έτσ' ήθελε ο τρελλός μου εδώ στα πέρατα της γης ναρθή φωλιά να πιάση, γιατί δεν είνε σπίτι αυτό· κι αυτό, μόνο και μόνο για να μην είμαστε κοντά στη γειτονιά την ίδια. Πάντα του τέτοιος, φθονερός, παράξενος, γρυνιάρης. ΓΟΡΓΩ Δεν πρέπει για τον άντρα σου να λες αυτά τα λόγια μπρος στο μικρό. Για κύτταξε, καλέ, πώς σε κυττάζει. Έννοια σου, Ζωπυρίων μου, δεν λέει για τον παπάκη.

Έναν αυφέντη μοναχά γνωρίζομε στον κόσμο, εσένα δε σε σκιάζομαι μηδέ σε λογαριάζω. ΓΟΡΓΩ Σώπαινε πια· τον Άδωνι θα τραγουδήση τώρα η τραγουδίστρα η ξακουστή, η κόρη της Αργείας, εκείνη που την βράβεψαν πέρσι στο μυρολόγι. Κάτι καλό θε να μας 'πή· να, τη φωνή ακονίζει.

Και ενώ εσκεπτόμην ταύτα, βλέπω ένα βραχύσωμον κύριον βηματίζοντα γοργώ τω ποδί, αλλ’ αντιθέτως προς εμέ, με χαμηλόν ταξειδιώτου σκούφον επί κεφαλής, με οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους εις το άκρον του χονδρού αυτού σιγάρου, το οποίον εβύζανε κρατών, ως μοι εφάνη, διά τε των χειλέων και των οδόντων του. — Κάπου είδον αυτόν τον κύριον! — είπον κατ' εμαυτόν, και ητοιμάσθην να χαιρετήσω.

ΠΡΑΞΙΝΟΗ Πώς νοιώθει, αλήθεια το μικρό! — Καλός είν' ο παπάκης. ΓΟΡΓΩ Ίδιος είνε κι ο άντρας μου ο Διοκλείδης, ίδιος· άδικα και παράλογα τα χρήματα ξοδεύει. Πέταξ' εχθές εφτά δραχμές τάχα μαλλί να πάρη κι αγόρασε μαδήματα βρώμικα και σκυλλίσια και πέντε στοίβες έφερε.

ΓΡΑΥΣ Πανώρηα μου κοράσια, οι Αχαιοί εδοκίμασαν κ' εμπήκαν στην Τρωάδα. Καθένας δοκιμάζοντας όλα τα κατορθώνει. ΓΟΡΓΩ Χρησμούς μας είπεν η γρηά κ' επήγε στο καλό της. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Και τι δεν ξέρουν, μα και τι δεν ξέρουν οι γυναίκες! ως και το πώς επήρε ο Ζευς την Ήρα για γυναίκα. ΓΟΡΓΩ Για κύττα, Πραξινόη, εκεί στου παλατιού τις πόρτες τι κόσμος που στρημώνεται.

Ευνόη, δε φυλάγεσαι; Αλλοί που το κρατάει! θα τον τσαλαπατήση εκεί. Αλήθεια, τι καλά μου που δεν επήρα το μικρό και τάφησα στο σπίτι! ΓΟΡΓΩ Αι! Πραξινόη, ησύχασε, είμαστε πίσω τώρα, τάλογα πέρασαν εμπρός. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Ανάσανα. Δεν ξέρεις πόσο φοβούμαι από μικρή τάλογο και το φίδι. Δεν πάμε γρηγορώτερα; θα μας στρημώξη ο κόσμος. ΓΡΑΥΣ Ναι, παιδιά μου. ΓΟΡΓΩ Είν' εύκολο να 'μπούμ' εκεί;