United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δι' αυτό είχε χάση τον άνδρα και τεσσάρας υιούς, τεσσάρας λεβέντας εκεί, πανώρηα κυπαρίσσια του οίκου της δι' αυτό είχε μείνει άγρυπνος νύκτας ολοκλήρους, χύνουσα κρουνούς δακρύων, και είχε χάση η οικογένεια την λαμπρότητά της. Και τόρα, ότε το έβλεπεν εις τας χείρας της, ότε το απέκτα πάλιν, ενόμιζεν ότι ανεύρισκε διά μιας όλα.

Άδεται ότι ο ανάδοχος αυτού, κελεύσαντος του ιερέως ίνα προσκαλέση το νήπιον, εν ω ετελείτο το βάπτισμα, απήντησε, Πανώρηα, ως εάν το βαπτιζόμενον ήτο θήλυ. Άλλα νοήσας παραχρήμα το λάθος μετέτρεψε το όνομα αυθαιρέτως εις το Πανουριάς. Εγεννήθη περί τα 1759 εις Ντρέμισαν της Παρνασσίδος και έζησε μέχρι τινος βίον ποιμαντικόν. Ύστερον συνεστράτευσε μετά του Ανδρούτζου και του Καλλιακούδα.

Ο Τριστάνος απάντησε με την αλλόκοτα αλλαγμένη φωνή του: «Μεγαλειότατε, καλέ και ευγενή μέσα σ' όλους τους Βασιλιάδες, το ήξερα πώς στην όψι σου θάλυωνε η καρδιά μου από τρυφερότητα. Ο Θεός να σας προστατεύη, ωραίε Άρχοντα! — Φίλε, τι ήρθατε να ζητήστε δω μέσα; — Την Ιζόλδη, που τόσο πολυαγάπησα. Έχω μια αδερφή, και σας την φέρνω, — την πανώρηα Βρουνεώτη.

Κι' απ' όξω απ' το παλάτι του, ολόυρατο περιαύλι, Οπού το ζώνουν πάρθενα, παληά, βαθειά τα λόγγα, Μαρμαρωμένα μένουνε, βουβά από χίλια χρόνια Πανώρηα βασιλόπουλα.

Ολόγυρά του απλώνονται όλ' οι καρποί των δένδρων κι άνθη πανώρηα, δροσερά μέσ' σ' αργυρά καλάθια και σε λαγήνια ολόχρυσα μύρ' από τη Συρία. Ολόγυρα του λιχουδιές που πλάθουν οι γυναίκες με τέχνη ανακατεύοντας λουλούδια κι άσπρο αλεύρι κι άλλα από μέλι γλυκερό κι από καθάρειο λάδι· κάθε λογής πετούμενα και σερπετά κοντά του.

Η Μάγισσα η ερημική, η Μάγισσα η πανώρηα, Μου είπε το βράδυ στη σπηλιά. — Καλόγνωμε διαβάτη, 'Στό πρώτο το ξημέρωμα τον ύπνο ν' απαριάσης, Να πας για νάσαι στο νερό την ώρα που έβγη ο ήλιος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ΓΡΑΥΣ Πανώρηα μου κοράσια, οι Αχαιοί εδοκίμασαν κ' εμπήκαν στην Τρωάδα. Καθένας δοκιμάζοντας όλα τα κατορθώνει. ΓΟΡΓΩ Χρησμούς μας είπεν η γρηά κ' επήγε στο καλό της. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Και τι δεν ξέρουν, μα και τι δεν ξέρουν οι γυναίκες! ως και το πώς επήρε ο Ζευς την Ήρα για γυναίκα. ΓΟΡΓΩ Για κύττα, Πραξινόη, εκεί στου παλατιού τις πόρτες τι κόσμος που στρημώνεται.

Εφαίνετ' όλη η φύσις Λουλούδι χωρίς μυρωδιά, κόρη γλυκειά, πανώρηα Όπου εγεννήθηκε βουβή κι' όπου την παραστέκει Η μαυρισμέν' η μάνα της να ιδή μην ξεχαράξη Μαζύ μ' ένα χαμόγελο ’ς τα χείλη κ' η λαλιά της. Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω ’ς τη Δαμάστα Άλλοι στρωμένοι κατά γης, άλλοι το διπλοπόδι, Περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι αντρειωμένοι.