United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε επαρηγορήθη ολίγον η γραία. Συνήθως όμως επαρηγορείτο την Κυριακήν, εις τους γειτονικούς ναούς, διότι εν αυτοίς ανεύρισκε μεταξύ των πιστών ομοιότητας προς διαφόρους συμπατριώτας της. Αναγάλιαζεν η ψυχή της γραίας τότε, η πάντοτε εξηγριωμένη εκ της φοβεράς ξενητείας.

Τετράδια εις α συνέλεγεν ότι εκάλει: «Νεοελληνισμούς», δηλαδή τας μωρίας και τας τερατώδεις διαπλάσεις λέξεων, ας ανεύρισκε μετά χαράς εις τα γραφόμενα των αυτοκαλουμένων δοκίμων συγγραφέων. Τέλος δε τα τετράδια εκείνα εις α προσεπάθει να θησαυρίση τον πλούτον της δημοτικής. «Οσάκις, μου γράφει ο φίλος του κ.

Δι' αυτό είχε χάση τον άνδρα και τεσσάρας υιούς, τεσσάρας λεβέντας εκεί, πανώρηα κυπαρίσσια του οίκου της δι' αυτό είχε μείνει άγρυπνος νύκτας ολοκλήρους, χύνουσα κρουνούς δακρύων, και είχε χάση η οικογένεια την λαμπρότητά της. Και τόρα, ότε το έβλεπεν εις τας χείρας της, ότε το απέκτα πάλιν, ενόμιζεν ότι ανεύρισκε διά μιας όλα.

Οι χρόνοι και η ανάμνηση των παθημάτων είχον μετρήσει οπωσούν τον ζήλον του αποστόλου, ώστε ουδέν επεχείρει πλέον άκοντα να κατηχήση, ουδένα άνευ της συγκαταθέσεως του εβάπτιζε πλην μόνων των νεκρών, όσους ανεύρισκε την επιούσαν μάχης παρά τας όχθας του Άλβιος και του Ρήνου· καθότι κατά την τότε επικρατούσαν γνώμην και εις νεκρούς απονεμόμενον το βάπτισμα ήνοιγεν αυτοίς τας ουρανίους πύλας.

Εσκέπτετο ότι εις το Οστριανόν θα ανεύρισκε τον Λίνον και τον Πέτρον, θα τους έφερε μακράν, πολύ μακράν, εις έν εκ των κτημάτων του, εν Σικελία ίσως. Εκεί κάτω, μεταξύ θεραπόντων πιστών, εις την γαλήνην την αγροτικήν, θα έζων ειρηνικώς υπό την σκέπην του Χριστού, με την ευλογίαν του Πέτρου. Α! εάν τους εύρισκεν, εάν τους εύρισκε!

Και ανεζήτει εν μέσω των αεικίνητων σκωλήκων η μήτηρ, που ήτο τρόμος να βλέπης τους απείρους μαύρους οφθαλμούς με τα στακτερά σωληνοειδή σώματα, ανεζήτει υπό τα φύλλα κρυπτόμενα τα ακαμάτικα , τα οποία δεν κάμνουν κουκκούλια, δεν προκόπτουν , τα ανεύρισκε, διακρίνουσα ταύτα μετ' επιτηδειότητος, και τα έρριπτεν εκ του παραθύρου εις την οδόν, επιλέγουσα σιγά-σιγά: — Άιντε, ακαμάτες, που είσθε σεις για κουκκούλια!