United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άιντε τώρα εμπόδισέ τους, κυρ δήμαρχε! Ορίστε! Αυτά είνε γραμμένα να γίνουνται, έτσι αντάμ- παπαντάμ , εξ αρχής και έκπαλαι. Ορίστε! Οι πυροβολισμοί πέφτουν μονάχοι τους, κυρ-Δήμαρχε! Είνε ο αέρας της Αναστάσεως. Συγχρόνως ο κρεοπώλης με τ' αναμμένα τα καντήλια του , ημοιανοίξας πάλιν την θύραν του καπηλείου εκένωσεν εκ νέου την εσκωριασμένην πιστόλαν του.

Ο Μιχαληός τον έσερνε απ' το μανίκι. Εκείνος αντιστεκότανε. — Να συμμαζέψουν τα σκυλιά τους ο κόσμος, γιατί θα γίνη μεγάλο κακό. Αυτό σου λέω μονάχα! είπε σκουπίζοντας τα ματια του απ' το κακό του. Ο Μιχαληός, σαν είδε κι' απόειδε πως δεν τον έκαμε ζάφτι, τον πήρε με το καλό. — Έννοια σου! Αύριο θα πω των καπετανέων να τα συμμαζέψουν. Άιντε να ησυχάσης τώρα. Ο Αγγελής δεν έπαιρνε από λόγια.

Ο Μανώλης τότε έκαμε να ορμήση, αλλά τον συνεκράτησαν οι κτίσται, ο δε Καρπάθιος εφώναξε προς τον Τερερέν: — Άιντε και συ στην καλιώρα, που κάεσαι και συνερίζεσαι! Ο Τερερές όμως εις την νέαν απειλήν του Μανώλη απήντησε διά νέας προκλήσεως, εμμέτρου αυτήν την φοράν: Όντε θωρή κιανείς πολλούς τον αντρειωμένο κάνει, Μα σα μονιάσουνε οι δυο, ρίγος τον ένα πιάνει. Και έπειτα απεμακρύνθη.

Αλλ' αντί να καταρρίψη επί της ενοχλησάσης αυτήν γυναικός την χείρα της, μετενόησεν έως ου να καταβιβασθή τόσον μακρά χειρ και εκτύπησε την γυναίκα εκείνην με την γλώσσαν της: — Ό,τ' παθαίνω εγώ, είνε απ' το Θεό, άμ' συ να ιδούμε, κακομοίρα! Και αφού απήλθον όλαι και έμεινε μόνη η Μιλάχρω και εκάη πλέον ο φούρνος, έκραξεν ηχηρώς με γλυκείαν φωνήν αρχίζουσα να πανίζη πλέον: — Άιντε, Χρυσώ!

Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! — Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα.

Άιντε μώρ' πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. Εφώναζαν αδιάκοπατο μολογημό του οι αρβανίτες, και τον χάιδευαντον ώμο, κ' εσέρνονταν κοντύτερατο πλευρό του. Κι ο γέρος εξακολουθούσε. — Με δυο Σουλτάνους ολόβολους επολέμησε ο Σκεντέρ-μπέης, μωρέ παιδιά μου, κ' έσφαξε αυτός ο ίδιος με το σπαθί τουτα εικοστρία χρόνια που πολεμούσε πλιότερους από δύο χιλιάδες νομάτους, μοναχά αυτός.

Και μόλις επρόφθανεν αυτούς ο νεαρός αγωγιάτης, ως αίγαγρος αναπηδών με τα ελαφρά τσαρούχια του και βροντών εις τον αέρα λεπτόν αγριελαίας λούρον, όπως αναγγέλλη εις τους ημιόνους την παρουσίαν του. — Άιντε, κορίτσια, και σας πήρε η νύχτα, και θα σας κλέψη κανένας εδώτα ρέματα. Εχαιρέτισε, προσπαίζων με τας δύο γραίας.

Άιντε τράβα! — Ώστε μ' εκοροΐδευες τόση ώρα; είπεν ο Σακκουλές. Και αποσυρθείς έξω βολής, ήνοιξε την παλάμην εν σχήματι ριπιδίου. — Να!... να σου πάρ' ο διάολος τον πατέρα, παλιομπαγάσα, Τριζώνη! Αλλ' ο ούτως υβριζόμενος εδέχθη τας ύβρεις ως ανθόνερον. Ο σκοπός του άλλως τε αυτός ήτο· να ερεθίση τον θρασύστομον επαίτην, διά να τον υβρίση.

Ο Λιάκος δεν έβγαλε μιλιά, μονάχα γύρισε τα μάτια του προς τον τοίχο, που κρέμουνταν το καρυοφύλλι του και το γιαταγάνι του. — Άιντε, ορέ μυλωνά, να μας φέρνης τη Λουλούδω, είπε γελούμενο το μπεόπουλο. Ο άτυχος πατέρας σ' αυτά τα λόγια, ένιωσε το μύλο του να γυρίζη σα σφοντήλι στα μάτια του. — Όπως ορίζης, μπέη μου, αποκρίθηκε, μα το κορίτσι, δεν είνε εδώ· πήγε χαράζοντας σε μια κουμπάρα μας.

Ελέγονταν Ζεϊνέλμπεης τούτος, κ' η γεννιά του κρατούσε, καθώς γνώριζεν από τους παλιούς του, από τη μέσα την Αρβανιτιά, από την Κρόγια. Τι τάχα παράξενο να ήταν κι αγγόνι του Καστριώτη ο μπέης τούτος; Κ' ύστερα, ο Γεροκαλαμένιος μας έβαλε αραδαριά ολόγυρά του κι αρχίνησε να μας μονολογάη για τον Καστριώτη. — Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. Του φώναζαν κάθε τόσο οι αρβανίτες.