United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηθέλησε να γονατίση αλλ' ευθύς μετενόησεν. Όχι· εις την εποχήν του δεν εγονάτιζον τας περισσοτέρας φοράς, μέσα εις την φοβερωτέραν ώραν της συμπλοκής, ενώ αι σφαίραι εσύριζον απειλητικαί τριγύρω των ούτω όρθιοι, ακλόνητοι αντιμετώπιζον τον θάνατον οι πολεμισταί εκείνοι.

Επί τέλους, επί τέλους τον είδε μακρόθεν ερχόμενον! — Αι; Ναι ή όχι; ηρώτησεν άμα επλησίασαν προς αλλήλους. — Στάσου, αδελφέ, να πάρω την αναπνοήν μου! Εκ της εκφράσεως του φίλου του εφοβήθη ο Λιάκος ότι θα ηυχαριστείτο περισσότερον ακούων το Όχι, ή το Ναι. — Μη μετενόησεν; εσκέφθη καθ' εαυτόν πλήρης νέας ανησυχίας.

Αλλ' αντί να καταρρίψη επί της ενοχλησάσης αυτήν γυναικός την χείρα της, μετενόησεν έως ου να καταβιβασθή τόσον μακρά χειρ και εκτύπησε την γυναίκα εκείνην με την γλώσσαν της: — Ό,τ' παθαίνω εγώ, είνε απ' το Θεό, άμ' συ να ιδούμε, κακομοίρα! Και αφού απήλθον όλαι και έμεινε μόνη η Μιλάχρω και εκάη πλέον ο φούρνος, έκραξεν ηχηρώς με γλυκείαν φωνήν αρχίζουσα να πανίζη πλέον: — Άιντε, Χρυσώ!

Την φοράν ταύτην ηκούσθη βραχνός ο βαρύς και οξύς τριγμός των σιδηρών μοχλών. Αλλ' ουχ' ήττον παραδόξως η πύλη έμεινε κλειστή, ως να μετενόησεν εκείνος όστις έμελλε να την ανοίξη. Συγχρόνως διά τινος πολεμίστρας από του ύψους του ακροδόμου ηκούσθη φωνή. — Ε! συ, πώς βιάζεσαι τόσο, Τσόμπανε; έχε υπομονή να κατεβάσουμε το γεφύρι.

Θέλω ν' ανακαινισθή το ανθρώπινον γένος. Και ο ξένος, τοσαύτα ειπών, διεκόπη αποτόμως. Εφάνη ότι μετενόησεν εφ' οις είχεν ειπεί. Ίσως συνησθάνθη ότι αι εκφράσεις αύται, ριπτόμεναι ούτως εική προς ιδιώτην άνθρωπον, ηδύναντο να νομισθώσι γελοίαι. Αλλά τας είχεν ειπεί. Έλεγε ταύτα προς άνθρωπον μηδέν εννοούτα, κατά προτίμησιν, ουδέν δε ήθελεν ειπεί προς αυτόν αν ενόει.

Τότε, ως λέγουσιν οι Λυδοί, ο Κροίσος, ιδών ότι ο Κύρος μετενόησεν, ότι όλοι κατεγίνοντο να σβέσωσι το πυρ και ότι δεν ηδύναντο να το κατορθώσωσιν, επεκαλέσθη την βοήθειαν του Απόλλωνος, ικετεύων αυτόν, εάν ποτε τω προσέφερε δώρον ευχάριστον, να τον σώση από τον έσχατον εκείνον κύνδυνον. Ταύτα προσευχόμενος έκλαιεν.

Οσάκις λοιπόν δύνασθε να συνδράμητε, να παρηγορήσητε, να ευεργετήσητέ τινα μη το αμελείτε, διά να μη μετανοήσητε, ως μετενόησεν ο σκληροκάρδιος ίππος. Έστε δε βέβαιοι ότι, βοηθούντες τους πάσχοντας, βοηθείτε υμάς αυτούς. Ακούσατε το ακόλουθον ανέκδοτον, το οποίον μοι διηγήθησαν ότε διέτριβον εις την Μόσχαν.