Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Ηκούσθη παρατεταμένος τριγμός, και σφοδροτάτη δόνησις διαρκέσασα επί τινα χρόνον. Κονίαι και τεμάχια λίθων απεσπάσθησαν από της οροφής του σπηλαίου και κατέπιπτον μετά δούπου επί του εδάφους. Ο Θευδάς έφερε την χείρα εις την κεφαλήν. Τα είδωλα εφάνησαν κινούμενα, ως να ωρχούντο άγνωστόν τινα όρχησιν. Η Αϊμά εστέναξεν, αφυπνίσθη αποτόμως, εκινήθη και ανεκάθισεν.
Ο εργάτης τον παρετήρει με μεγάλην ανησυχίαν, ως να μη ελάμβανεν υπ' όψιν όσα ήκουεν. Ο Έλλην, καλύψας την κεφαλήν με την άκραν του μανδύου του επανέλαβε με λαρυγγώδη φωνήν. «Δυστυχία σας, Χριστιανοί και Χριστιαναί! Δυστυχία σας, δούλοι του αληθινού Θεού!» Επηκολούθησε σιωπή και δεν ηκούετο ειμή ο τριγμός των μυλοπετρών, το υπόκωφον άσμα των μυλωθρών και ο φλοίσβος του ποταμού.
Εδώ και εκεί συριγμοί ηκούσθησαν. Μετ' αυτών ηνώθησαν φωναί καλούσαι τους μαστιγοφόρους. Αλλ' ολίγον κατ' ολίγον αποκατεστάθη η σιγή, διότι ουδείς εγνώριζε τι θα αντιμετώπιζε τον γίγαντα, ούτε εάν κατά την κρίσιμον στιγμήν εκείνος θα ηρνείτο την πάλην. Η αναμονή δεν διήρκεσεν επί πολύ. Αίφνης ήχησεν ο οξύς τριγμός των χαλκίνων οργάνων.
Απεκρίθη η Γερακούλα και κατήλθε, σύρουσα την ξένην προς την θύραν βιαίως. Κ' επανελάμβανε· — Ψόφησε! Εν ω αντήχει ο φοβερός τριγμός των ροκανιζομένων φύλλων. Κατά πρόληψιν παλαιάν δεν πρέπει «ξένο μάτι» να ίδη το καματερό.
Μόλις εξέφερεν ο ονομασθείς Καπετάν-Νικόλας τον ελαφρόν εκείνον ταλανισμόν, και ως απάντησις εις το &αλλοί& εκείνο φοβερός τριγμός και κρότος μετά οξέος συριγμού αντήχησεν. Ήτον ως καγχασμός θαλασσίου δαίμονος εις το σκότος. Μέσα εις την πάλην των στοιχείων και εις τον ποικίλον ορυμαγδόν, άπειρον όμμα και μη εξησκημένον ωτίον τίποτε δεν θα ηδύνατο να διακρίνη.
Την φοράν ταύτην ηκούσθη βραχνός ο βαρύς και οξύς τριγμός των σιδηρών μοχλών. Αλλ' ουχ' ήττον παραδόξως η πύλη έμεινε κλειστή, ως να μετενόησεν εκείνος όστις έμελλε να την ανοίξη. Συγχρόνως διά τινος πολεμίστρας από του ύψους του ακροδόμου ηκούσθη φωνή. — Ε! συ, πώς βιάζεσαι τόσο, Τσόμπανε; έχε υπομονή να κατεβάσουμε το γεφύρι.
— Την έκαμε πάλι την αναποδιά! εφώναξέ τις εκ του πλήθους. Και τριγμός απαίσιος ιδού ακούεται, ως θραυομένων ξηρών οστέων πελωρίου σκελετού δεξιά και αριστερά του πλοίου. Ο κρεοπώλης έρριψε την σάλπιγγά του. Οι περισυναχθέντες νησιώται ήθελαν μεν να γελάσωσι με την ιδιοτροπίαν του αναποδιασμένου αλλ' όχι και μέχρι τοσούτου, ώστε να επακολούθηση δυστύχημα, θλιβερόν πάντοτε.
Δεν πηγαίνω εγώ προς τον θάνατον, αλλ' ιδού ο θάνατος απρόσκλητος έρχεται προς εμέ. — Καλώς να έλθη! Εβδομάς παρήλθεν ολόκληρος, αντέχει δε στερεώς εισέτι ο άλλος πάσσαλος. Ουδέ τριγμός ουδέ σάλευμα. Θα περιμείνω με υπομονήν, δεν θα επισπεύσω την καταστροφήν. θα έλθη αφ' εαυτής, θα έλθη! Εδοκίμασα τι θα συμβή οπόταν συντριβή και πέση ο εξώστης. Έρριψα λίθον ογκώδη κατά κάθετον επί του βράχου.
Η Βεάτη συνεμαζεύθη όπως καλλίτερον ηδύνατο παρά την γωνίαν της, αλλ' η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξήλθε βαστάζουσα το δέλετρον, δεν διηύθυνε το βλέμμα μακράν. Εστράφη ευθύς οπίσω, εισήγαγε την κλείδα εις το κλείθρον, αντήχησεν εκ νέου ο πένθιμος εκείνος τριγμός, έθηκε την κλείδα εις το θυλάκιόν της, και στραφείσα διηυθύνθη εις την κλίμακα.
Εκεί επάνω, πριν διέλθωσι την γέφυραν από την σιδηρόπορταν του Κάστρου, ηκούσθησαν φωναί· — Ποιοι είστε; ποιοι είστε; Και αντήχησε βαρύς ο τριγμός των εσκωριασμένων στροφέων, ως να εδοκίμαζέ τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκούσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκίου. — Καλοί! καλοί! πατριώτες! απήντησεν ο μπάρμπα-Στεφανής. Μα εσείς ποιοι είστε;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν