United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας υπερμεγέθης, ως γαλή, ποντικός, μία παμπόνηρος νυφίτσα έφευγε προς την φωλεάν σύρουσα μεθ' εαυτής και ένα φανόν από τα κανδήλια, τα οποία ήσαν εσβεσμένα· και μία κέραμος με σβυστούς άνθρακας εχρησίμευεν ως θυμιατήριον.

Απεκρίθη η Γερακούλα και κατήλθε, σύρουσα την ξένην προς την θύραν βιαίως. Κ' επανελάμβανε·Ψόφησε! Εν ω αντήχει ο φοβερός τριγμός των ροκανιζομένων φύλλων. Κατά πρόληψιν παλαιάν δεν πρέπει «ξένο μάτι» να ίδη το καματερό.

Μετά το τέλος του μνημοσύνου ο ιερεύς φέρων την στολήν του, κρατών λαμπάδα και θυμιατόν, εξήλθε του ναού και κατόπιν αυτού η συμπαθής καλογραία, ήτις, μετά λύπης παρετήρησα ότι ην χωλή η δυστυχής, μετά δεινού κόπου σύρουσα τον έτερον των ποδών της, υποβασταζομένη περιπαθώς υπό του νεαρού ζεύγους των συζύγων.

Κατ αρχάς ενόμισεν ότι ο όρθιος φοιτητής ήτο ο ιατρός, και ητοιμάζετο να προχωρήση προς αυτόν, σύρουσα τον τυφλόν. Αλλ' εσκέφθη ότι είναι πολύ νέος εκείνος δι' ιατρόν και εστράφη προς τον έπαρχον, όστις, με την εφημερίδα επί των γονάτων και τα ομματοϋάλια επί των ρωθώνων, την έβλεπεν ασκαρδαμυκτί με γυμνούς τους οφθαλμούς.

Ανόητος που είμαι! ανέκραξα τότε, να μην το καταλάβω πως ήτον ο πατήρ σου! Πίστευσόν με, το όνομα μοι εφάνη γνωστόν, αλλά δεν εκατάλαβα πως έπρεπε να είναι ο πατήρ σου. Ήμην πολύ ανόητος, να μη σε αναζητήσω μεταξύ των δεσποινίδων. — Ανόητος δεν ήσθε, είπεν η κόρη, σύρουσα την φωνήν αυτής μετά τινος ειρωνείας, αλλά ήσθε πολύ ενασχολημένος με τας μεγάλας κυρίας. Μπαχ!

Βέβαια! — είπεν η κόρη σύρουσα την φωνήν ούτως, ως εάν εδίσταζε να εξακολούθηση την οποίαν ήρχισε φράσιν. — Διότι ο πατήρ μου... ο πατήρ μου... Αλλά καλλίτερα να μην το ειπώ. Θα το γνωρίσης όταν ελθης εις την Καλκούτταν. Η επιφυλακτικότης εν τε τη φράσει και τη φωνή, η ατολμία εν τω βλέμματι της κόρης, διήγειρον εν εμοί παράδοξον αγαλλιάσεως αίσθημα.

Η Μάρω εισήλθεν εις την αυλήν του πύργου σύρουσα και τον Γιάννον οπίσω της. Οι χωρικοί εκάλεσαν αυτήν πλησίον των και της έδωσαν άρτον και τεμάχια κρέατος, άτινα είχον απομείνη εκ του προσφάτου δείπνου των. Όλοι εκ συμφώνου παρετήρουν το παρθενικόν πρόσωπον της κόρης κ' έβαλλον αναφωνήσεις θαυμασμού, αίτινες επείραζον τόσον τας πλησίον χωρικάς, ώστε ήρχισαν να την εχθρεύωνται.

Και παραδούς τον Δημήτρην εις χείρας της συζύγου του, κατάπληκτον εξ όσων έβλεπε και ήκουεν, ανεχώρησεν ο βλάμης. — Σε καλό σου, Δημήτρη μου, σε καλό σου! έλεγεν η ταλαίπωρος γυνή, σύρουσα ηρέμα τον σύζυγόν της προς την θύραν του οίκου. Τέτοιο πράμμα δεν τώπαθες άλλη φορά . . . Πού σου ήλθε;

Ξεύρω διατί μου τα λέγεις αυτά! ανεφώνησε, σύρουσα πάλιν την φωνήν της ως χαϊδεμένον παραπονούμενον παιδίον. — Είναι ωραία, με φαντασίαν και με ποίησιν, αλλά δεν με αρέσουν. — Διατί; είπον εγώ τότε, εξηγήσου. — Χμ! απήντησεν εκείνη. Διατί; Διότι, διότι ξεύρω διατί μου το λέγεις.

Και πριν η Μάρω σκεφθή να τον εμποδίση, ώρμησεν, ως ο Τάνταλος κ' εκόλλησε τα χείλη του εις μικρόν λάκκον, φέροντα τον τύπον αρνοπατήματος. . . Η Μάρω είχεν ήδη αναλάβει μόνη της τον αγώνα. Πλάσμα αδύνατον, μεμονωμένον εντελώς, εξηκολούθει εν τούτοις πορευομένη προς τα εμπρός, όπερ ήτο εξ αρχής το σύνθημά των, όπου έτεινον ακράτητοι αι ψυχαί των, σύρουσα όπισθεν τον αδελφόν της.