United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Γερακούλα την στιγμήν εκείνην κατήρχετο από του υψηλού λόφου, κρατούσα κενόν το ελαστικόν, αφού ήναψε πλέον τας κανδήλας της Παναγίας της Κεχρεάς, ότε όπισθεν της ακούει βαρείς βηματισμούς ανθρώπου, όστις κατέβαινε την οδόν ορμητικώς ως κατρακυλών λίθος. Στρέφει και βλέπει κατέναντι αυτής τον Θανάσην, τον ληστήν, φορτωμένον το καλογηρικόν δισάκκιον και το όπλον του το υαλιστερόν.

Έλεγε λοιπόν η Γερακούλα προς την μεγάλην: — Εσένα, Ελένη, θα σου δώσω κτηματία, να έχης αμπέλια και χωράφια. Αι θυγατέρες γελώσαι άφινον το πλέξιμον και έκαμνον ήδη μπαμπακούλες, τυλίσσουσαι λοβούς κροκωτούς αραβοσίτου εντός της καιούσης τέφρας της εστίας. — Εσένα, έλεγεν είτα, αποτεινομένη προς την δευτερότοκον, την Μαριγώ, θα σου δώσω έμπορα.

Κατά δε τας μακράς του χειμώνος νύκτας, ότε η Γερακούλα ενυκτέρευε μετά των τεσσάρων θυγατέρων της, ενώ ο καπετάν-Θοδωρής πιών τον τελευταίον καφέ του εκοιμάτο εγγύς της εστίας, έλεγε μετά θαυμαστής φαιδρότητος πάντοτε, δώρου ζηλευτού της θείας δυνάμεως, ήτις ενισχύει τους δούλους της εν ταις περιπετείαις και θλίψεσι του βίου, ως ενίσχυε τους μάρτυρας προ των βασάνων.

Καλομοίρα που είσαι! έλεγεν ενίοτε ο καπετάν-Θοδωρής, γυρμένος τον χειμώνα παρά την θερμήν εστίαν, ενώ παραπέρα εκάθηντο κατά σειράν τέσσαρες κόραι ξανθόμαλλοι, αι τέσσαρες της Γερακούλας θυγατέρες, με την κάλτσαν περί τον λαιμόν πλέκουσαι. — Έχει ο Θεός! απήντα η φαιδρά Γερακούλα.

Και όταν πάλιν η γραία πονηρά γειτόνισσά της, απόξω-απόξω, διά να μάθη, ωμίλει περί υπανδρείας προς την Γερακούλαν και ότι τάχα πώς θα ημπορέση σ' αυτόν τον δύσκολο καιρό να υπανδρεύση τέσσαρας θυγατέρας, — είχε και αυτή μίαν μόνην θυγατέρα κ' έκλαιε και ωδύρετο — η Γερακούλα απήντα πάλιν περιχαρής: — Έχει ο Θεός!

Απεκρίθη η Γερακούλα και κατήλθε, σύρουσα την ξένην προς την θύραν βιαίως. Κ' επανελάμβανε·Ψόφησε! Εν ω αντήχει ο φοβερός τριγμός των ροκανιζομένων φύλλων. Κατά πρόληψιν παλαιάν δεν πρέπει «ξένο μάτι» να ίδη το καματερό.

Ήκουσεν η Γερακούλα ότι οι λησταί παρουσιάσθησαν ως χωροφύλακες και ότι εντός δισακκίου εφορτώθη ο είς τούτων τον θησαυρόν, και ανεμνήσθη πάραυτα του δειλού εκείνου χωροφύλακος, ον πρώτην φοράν έβλεπον εις την νήσον.

Εκ των συχνών αναγκαστικών λουτρών εν τη ειρκτή και των άλλων μαρτυρίων εν τοιαύταις ώραις έπαθεν εκ χρονίων ρευματισμών κ' εξήλθεν εις την πατρίδα του ως γέρων κυφός και πιασμένος, ο ανδρείος εκείνος καπετάν-Θοδωρής, όστις επατούσε κ' εσείετο η γη, όταν τον είδεν η ωραία Γερακούλα και τον ηγάπησε. Μόλις δύο έτη μετά ταύτα ήρχισε να βαδίζη κάπως ελευθερώτερον, πλην δεν ήτο πλέον δι' εργασίαν.

Η Γερακούλα είχεν ανέλθει εις την Παναγίαν, επάνω επί της οδού, ίνα ανάψη κατά το σύνηθες τας κανδήλας της εκκλησίας κ' ευχηθή.

Έμαθον το δυστύχημα πλην έκλαιον όχι το βρίκιον, αλλά τον καπετάν- Θοδωρή, όστις ήτο σιδηροδέσμιος εις τας ειρκτάς του αγγλικού πλοίου, βυθισμένος μέχρι της οσφύος εν τη θαλάσση επί ικανάς ώρας κατά τας πρώτας ημέρας, καθώς έλεγαν. Και η εύμορφος Γερακούλα έτρεχε με τας τέσσαρας θυγατέρας της, μικράς τότε, και ήναπτε τας κανδήλας των εξοχικών ναΐσκων και παρεκάλει κ' εδέετο.