United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν εννοής να μου φέρης εδώ καμμιά παστρικιά, πολύ σε παρακαλώ να μου αδειάσης την κάμαρα... σαν τελειώση ο μήνας που έχεις πληρώσει. Την νύκτα, όταν ήρχετο κάποτ' ενωρίς, προ του μεσονυκτίου, συνήθως δεν είχεν ύπνον. Ήναπτε το φως, επεριπάτει, εξηπλώνετο στο κρεββάτι κ' ελιανοτραγουδούσε ή τούρκικα ή ντόπια κουτσαβάκικα: Βασίλω μ', κάτσε φρόνιμα, σαν τ' άλλα τα κορίτσια ...

Εκάπνιζεν ένα ναργιλέν το πρωί, είτα μόλις άφηνεν από την χείρα το μαρκούτσι, και πάραυτα ήναπτε το τσιγάρον, κυττάζων άμα το ωρολόγιόν του και εγειρόμενος ίνα απέλθη.

Ταύτα ακούσας ο Μυκερίνος, επειδή είδεν ότι ήτο καταδεδικασμένος, διέταξε να κατασκευάσωσι πολλούς λύχνους τους οποίους ήναπτε την νύκτα, πίνων και εντρυφών, χωρίς να παύη μήτε ημέραν μήτε νύκτα· περιήρχετο δε τας λίμνας και τα άλση και όπου ήθελε μάθει ότι υπήρχον ευάρεστοι διασκεδάσεις.

Ένας έμπορος, απολέσας την περιουσίαν του, και κινδυνεύων να φυλακισθή, ευρέθη κρεμασμένος από μίαν ελαίαν. Τότε εις τους φόβους της τούτους η Θωμαή, μεταβαίνουσα πρωί-βράδυ, ήναπτε τα κανδήλια του Αγίου Γεωργίου, ενός μικρού ναΐσκου, παρά την άμπελον, υπό την σκιάν ελαιών και κυπαρίσσων, να τον φυλάττη ο άγιος, όπου και αν είνε, αν είνε ζωντανός.

Ήναπτε τα κανδήλια του αγίου, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, όλον το σαρανταήμερον. Ήναπτε κηράκια προ της εικόνος του αγίου, εις το ξύλινον μικρόν μανουάλιον. Ήναπτεν ανθρακιάν εντός θραυσμένης κεράμου, κ' εθυμίαζε τον μικρόν ναΐσκον, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες.

Κιάν ερχόντανε είντα θάκανε; Η Πηγή ήναπτε κέσβυνεν από την εντροπήν της, η δε Ρηγινιώ, διά να της δώση καιρόν να συνέλθη και να διευθετήση τα ενδύματα και τα μαλλιά της, επλησίασεν εις το παράθυρον και εστάθη αποθαυμάζουσα τα άνθη των γλαστρών θωπεύουσα δε ένα βασιλικόν και οσφραινομένη το άρωμά του, έλεγε: — Χαρώ τονε πως μυρίζει τούτοσές ο σγουρός βασιλικός!

Αν και δεν έλαβε ποτέ επιστολήν, αν και δεν έμαθε ποτέ καμμίαν περί του υιού της είδησιν, όμως μυστικόν τι συναίσθημα εν εαυτή της έλεγε κρυφά ότι ο υιός της ζη, και ότι θα έλθη· και θα έλθη τα Χριστούγεννα «καπετάνιος». Και ελειτούργει τους ναούς, και ήναπτε κηρία διπλά και τριπλά εις τας αγίας Εικόνας, και έτρεχεν ακούραστος κατά Σάββατον «εις το Χωριό», εις την παλαιάν της νήσου κώμην, το έρημον φρούριον, όπου αφήσαμεν τους ποιμένας, ν' ανάψη τας κανδήλας του Χριστού, της ωραίας εκείνης εκκλησίας, διά την οποίαν ησθάνετο άρρητον συμπάθειαν.

Και μόλις ετελείωνε τα Ευαγγέλιον, ήναπτε το τσιμπουκάκι του, το οποίον προητοίμαζε, ψαλλομένων των Αίνων, και μαζεύων τα δίκτυά του έκαμνε τον κατήφορον. Αλλ' η κυρά-Μανωλάκαινα, η κόρη του ψαρά, αν και δεν ανήκεν εις τα σόια εκ καταγωγής, ανήκεν όμως εις αυτά ολόκληρος εκ καρδίας.