United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΙΟΣ. Εν ηξεύρω τίποτες, να σας χαρώ, κ' εγώ κοιμούμενε, και ήγλεπα ς' τ' όνειρό μου που πμλεχτήκανε ο Κρητικός με τον Αρβανίτηήκουσα και το βρόντος του πιστολιού μα ίντα να κάμω σαν γλυκοκοιμούμουνε; ΑΣΤ. Όμορφο ύπνο έκαμες και συοι άνθρωποι σκοτωνούντανε, και συ κυμούσανεμοιάζει από ταις πολλαίς κομφετέρους, γλυκάθηκες και στον ύπνο σου.

Μη συχίζεσαι με το τίποτε. Εγώ δε σε σιχαίνομαι βλέπεις. Θα πιώ στο ποτηράκι σου κ' εσύ δε θα πιής καθόλου. Ας αφίσουμε τα χωρατά. Είναι ανάγκη να τα κόψης όλα τούτα τα δηλητήρια. Χρειάζεται λίγη θέληση. Με λίγη θέληση νικάει κανένας όλους τους πειρασμούς, να σε χαρώ. ΦΛΕΡΗΣΩραία, μα το Θεό, αυτή η θεωρία για τη θέληση. Να κάνη κανένας την ευχαρίστηση τη δική του δεν είναι θέληση.

ΞΕΝ. Ότοιμος είναι να σας χαρώ Πρα, ορέ Λοκάντα.. πω, εσύ ορέ, Λοκάντα, προτζέσι ορέ, δεν έχει; ΞΕΝ. Ίντ' αν αυτό το προτζέσι; ΑΛΒ. Πρα να το πέρνης συ ορέ σικότι, να το βάνης ς' το κιομλέκι να το ρίχνης και πολύ πολύ σκοδάρι πρα να το τρίβης μέσα, και ψύχα ψύχα κουραμάνα να το κάνης αδαλέτι. ΞΕΝ. Θέτεν το άματις να σας το φτιάξω;

Άντρες και γυναίκες κοίτονταν έτσι, πλάτες με πλάτες, γυρίζονται τα μούτρα τους με σιχασιά και καταφρόνια..... Αυτές οι φριχτές στάμπες, αυτές είναι, γιατρέ, ο Έρωτας που δουλεύει σήμερα στον κόσμο. ΜΙΣΤΡΑΣΝα σε χαρώ, μάτια μου, είχα καιρό ν' ακούσω την παλιά σου ευγλωττία. Τώρα τελευταία τα λόγια σου βγαίνανε με το τσιμπίδι. Μπράβο, μα την αλήθεια τον Θεού. Ωραία μίλησες.

Ετούτο το ταχύ ευθύς που εβγήκες έξω από το παλάτι σου, εγώ εμπήκα υποκάτω εις την μορφήν του αρχιευνούχου σου εις τον χοντζερέ σου, εις τον οποίον είχες αφήσει εις το κρεββάτι σου, την Δειλνοβάτζην. Μωκβάλ, αυτή μου είπεν, γδύσου και έλα υποκάτω εις την μορφήν του βασιλέως διά να σε χαρώ εις τον τόπον του. Τότε εγώ έκαμα καθώς εκείνη επιθυμούσε, και ήμουν με αυτήν εις το κρεββάτι.

Εγώ δε θέλω, δε θαφήσω ναποθάνης, είπα και πετάχτηκα πάλι να την αγκαλιάσω, αλλά πάλι μαπομάκρυνε. — Κ' εγώ, είπε με βαθύ αναστεναγμό, δε θέλω ναποθάνω, μα η μοίρα μου ταποφάσισε, χωρίς να χαρώ τον κόσμο. Ο γιατρός δε μούδωκε ζωή. Δε μου το φανερώσανε, μα δεν το καταλαβαίνω και μοναχή μου; Η ζωή μου φεύγει και τρεμοσβύνει, σαν το λύχνο, που ταποσώθηκε το λάδι.

Ποίαν να πάρω; και τας δυο; την μίαν; ή καμμίαν; Ούτε την μίαν να χαρώ 'μπορώ ούτε την άλλην, ενόσω ζουν κ' αι δύο των. Την χήραν εάν πάρω, η άλλη απ' την ζήλειαν της έξω φρενών θα γίνη. Αλλά μ' αυτήν δεν ημπορώ να κάμω τους σκοπούς μου ενόσω ζη ο άνδρας της· κι' ως που να γίνη η μάχη εκείνος μου χρειάζεται.

Πώς εις την γην οι όρκοι να γυρίσουν, εκτός εάν εξ ουρανών ο ίδιος δεν τους στείλη; Αχ! δος μου μίαν συμβουλήν παρηγορίαν δος μου. Αλλοίμονον! η Μοίρα μου σκληραίς παγίδαις στήνει εις μιαν αδύνατην ψυχήν, ωσάν την ιδικήν μου. Ειπέ· τι έχεις να μου ‘πής; Αχ! παρηγόρησέ με, ειπέ μιαν λέξιν να χαρώ, η μαύρη. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Να τι λέγω.

Η Μαργή είχεν εξέλθη και απεδίωκε με ραβδισμούς όνον ο οποίος έτρωγε το κλήμα το σκιάζον τα πρόθυρα του σπητιού των. Ο δε Μανώλης, εμφανισθείς την στιγμήν εκείνην, εζήλευσε την ευτυχίαν του όνου να ξυλοκοπήται από τοιαύτα χέρια και ανεφώνησεν: — Αι, νάμουνε γάιδαρος! Η Μαργή εγέλασε. — Ντα δεν είσαι; του είπε. — Χαρώ το τό γέλιο σου! ανεφώνησεν ο Μανώλης.

Όχι. — Αλήθεια; — Να χαρώ τα μάτια μου. — Και πώς σου ήλθεν αυτό; — Να σου ειπώ, δεν είνε τόσον άσχημη. — Είνε πολύ μαύρη. — Σου φαίνεται; — Βέβαια. — Θα είνε άνιφτη, πιστεύω. — Να νίπτωνται λέγεις ποτέ, αυταίς η Τσιγγάναις; — Ποιος ξεύρει; — Αλλά, ως γυφτοπούλα, δεν φαίνεται και πολύ μαύρη. — Όχι. — Και ίσως, αν εσυνείθιζε να νίπτεται...