United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ, τα πλερώσαμε όλα με γυναικόπαιδα και με σπιτικά, τότες που γυρίζανε λυσσασμένοι και έσερναν ανατολικά οι καταραμένοι! είπε με βαρύ αναστεναγμό ο Αλεξαντράκης. Κ' ήρθε, θαρρώ, η ώρα νακούστε και το τι τράβηξε αυτό το χωριό, εκεί που κανένας μας μήτε τουφέκι πια δε σήκωνε μήτε σημαία δεν κράταγε. — Την παλιά τους την τέχνη, φωνάζει ο Σφακιανός.

Τον επόνεσε η καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να του πω τίποτε·Τακούω να λες! ξαναείπε μ' έναν αναστεναγμό. Ο φονιάς, με τα γλυκά γαλανά μάτια, με κύτταξε κάμποση ώρα κατάματα και ξανάρχισε, τινάζοντας το τσιμπούκι του στο χώμα. Τώρα τα λόγια του ήτανε πιο ζωηρά και το πρόσωπό του κατακόκκινο: — Θέλεις τώρα να μάθης πώς έγινε το ξαφνικό; Βέβαια, δεν το χωράει ο νους σου.

Δεν ταφίνετε αυτά τώρα; είπε ο Θανάσης. Αλλοί σ' αυτόν που χάθηκε. Πήρε την κανάτα και γέμισε τα ποτήρια. Τσουγκρίσανε πάλι. — Θεός σχωρέσ' τονε! Πίνανε κάμποσην ώραν αμίλητοι. Πού και πού ένα τραγουδάκι ανέβαινε ως τα χείλια κανενός και ξεψυχούσε. Δεν ήτανε ημέρα σήμερα για τραγούδια. Πού και πού κανένας λόγος ξεπετούσε μ' έναν αναστεναγμό, — Ψεύτικος κόσμος! Ας τονε να πάη να χαθή.

Έβαλε βαθύν αναστεναγμό και σωριάστηκε απάνω στην αγάπη του. Πετρωμένοι στάθηκαν γύρω οι πιστοί του. Κι' ο νέος ο βασιλιάς αγκαλιάζοντας σφικτά την καλή του, είπε με σβυσμένη φωνή: — Πιστοί του βασιλιά! Απάνω στο πιο ψηλό βουνό, μες στα δασά, τα ορμάνια, σκάψτε βαθιά ένα λάκκο. Σκάψτε βαθιά ένα λάκκο και θάψτε μαζί το βασιλιά με τη βασίλισσα. Κ' έκλεισε τα μάτια του.

Κεδά; είπε με μισή φωνή. — Είντα μπορούμε να κάμωμε; Τούρκο με θέλει τούρκος θα γενώ. — Νουσουμπέτι να τουρθή! καταράστηκε η Σιφογιάννενα, αλλά και φρόντισε να χαμηλώση τη φωνή της. — Α δεν κάμω το θέλημά του, κατές είντα θα γενή. Με βαθύ αναστεναγμό η γυναίκα είπε: — Ω Χριστέ μου! Έπειτα: — Κείντα θα κάμης εδά; — Πρώτα πρώτα θα πάψω να λέωμαι Γιάννης και θα λέωμαι Τζαφέρης.

Το πήρε στα χέρια της η κόρη, τόσφιξε μέσα στα μεστωμένα στήθη της, και το φίλησε, το φίλησε παράφορα.... Ύστερα ξαπλώθηκε στη βελέντζα της μ' έναν αναστεναγμό, πνιγμένο στη βοή της ανεμοζάλης που παράδερνε έξω ακόμα φριχτά.... Θαμπά, θαμπά ξυπνήσαμε. Η αυγή ξημέρονε κρύα και καθάρια, ο ουρανός έφεγγε λαγαρός.

Την πήρες στο λαιμό σου κι' αυτή....» του φώναζαν από πάνω από τις πεζούλες. Πήγαινε να μεταλάβη τη Μεγάλη Παρασκευή ο Λαζαράκης, μέσα στο ασκέρι, κι' ο παππάς τον αγριοκύτταζε: «Σήμερα βρήκες και συ, χριστιανέ μου, την μέρα να κοινωνήσης; Δεν ερχόσουν την πρώτη βδομάδα .... » τούλεγε. Και ο Λαζαράκης κατάπιν' έναν αναστεναγμό κ' έφευγε.

...στον σταυρό. Περιέγραψαν το αίσθημα φοβερής έκπληξης με το οποίο, εκείνη την ίδια μέρατην Τρίτη μέρα, άκουσαν τις διαδόσεις των γυναικών για οράματα αγγέλων, και την βέβαιη μαρτυρία μερικών Αδελφών τους ότι ο τάφος ήταν άδειος τώρα. «Αλλά», πρόσθεσε ο ομιλητής με αναστεναγμό δυσπιστίας και λύπης – «αλλά Αυτόν δεν τον είδαν».

Τράβηξα στο σπίτι, στη γρηά. Μην τα ρωτάς ύστερα... Πήρε ένα βαρύν αναστεναγμό. Ο σύντροφός του τον κύτταζε στα μάτια. Τα δυο γέρικα κεφάλια κόντευαν να τρακάρουν. — Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, ξαναείπε. — Γιατί δεν την έπαιρνες, Δημητρό, να τελείωσης; — Γιατί, λέει; Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. «Το Μοσχαδώ σ' αγαπάει.

Παραδίνει ψυχή και ζωή στη νέα την πίστη, κι αποχαιρετάει για πάντα την παλιά θρησκεία. Πρέπει ναναστέναξε στερνό αναστεναγμό ο Δίας από τον Όλυμπο σαν πάρθηκε η κρίσιμη εκείνη απόφαση! Νου και προσοχή κι όνειρα, στο Θεό τα γύρισε όλα. Από κείνον έλπιζε, σε κείνον προσεύκουνταν. Κι απάνω σε μια από τις κατανυχτικές αυτές προσευκές του φανερώθηκε το περίφημο το Ουράνιο Σημάδι του.