United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά είνε λόγια, παπά μου, είπε κουνώντας το κεφάλι, της η Ταρσίτσα. «Προφάσεις εν αμαρτίαις», που λέει το χαρτί. Εγώ δεν είπα μαθές πως είμαι καμμιά κοπέλλα, δεν είπα να πάρω κανένα παλληκαρούδι Όμως είνε κι' ανθρώποι μισοκαιρίτες, που γυρεύουνε να βρούνε μια νοικοκυρά, με μεστωμένα μυαλά, μια τίμια κι' άξια γυναίκα, νάχουνε σίγουρο το κεφάλι τους. Εδώ καν και καν παντρευτήκανε.

Κάτω στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, από το βούνευρο μακριά του σκληρού φύλακά τους, εκοιμήθηκαν κ' εκείνοι μέσα στις βαρειές αλυσίδες, απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπή πως εκοιμήθηκαν! Τα τυρανισμένα κορμιά τους ναι· όχι όμως και η ψυχή τους.

Το πήρε στα χέρια της η κόρη, τόσφιξε μέσα στα μεστωμένα στήθη της, και το φίλησε, το φίλησε παράφορα.... Ύστερα ξαπλώθηκε στη βελέντζα της μ' έναν αναστεναγμό, πνιγμένο στη βοή της ανεμοζάλης που παράδερνε έξω ακόμα φριχτά.... Θαμπά, θαμπά ξυπνήσαμε. Η αυγή ξημέρονε κρύα και καθάρια, ο ουρανός έφεγγε λαγαρός.

Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Με περιβόλια, με νερά, με δέντρα και με κάμπους, Και γύρα σ’ όλα τα χωριά, κι’ όλα τα χωριουδάκια, Χωράφια με γεννήματα, πυκνά και μεστωμένα, Κι’ αμπέλια χοντροκούτσουρα, πρατύφυλλα, γεμάτα Σταφύλια κατακόκκινα και κίτρινα σταφύλια, Κι’ ανάμεσα από τα χωριά και τα καλά χωράφια Κοπάδια γιδοπρόβατα, και βώδια και φοράδια Κι’ ανθρώπους ν’ αναδεύωνται και να μοχτούν με πόνο, Και κάπουκάπου κένταγε γυναίκες να λευκαίνουν, Μ’ άσπρα ποδάρια ολόγυμνα μες το νερό χωσμένα, Και κοπελλιές πανέμορφες στες ράχες να χορεύουν.

Σαν νάμαι λες παρθένα και μπράτσα μεστωμένα παλληκαριού, πρώτη φορά να μ' ανεβάζουν από τα σφυρά όπου μ' εγγίζουν, σ' όλο το κορμί, τον πόθο του σφιξίματος και την ορμή των κυλισμάτων. Μια στιγμή αυτό το χάδι να βαστάξη και λυγμοί θε να με πιάσουνε και σπαραγμοί. . . Θα με τραντάξουν. . . ω! αυτοί οι γλυκασμοί!

Όταν την έβλεπα να διαβαίνη χαμηλοθώρα, λεβεντοπερπάτητη με στήθη μεστωμένα και τα μαλλιά, τα κατάμαυρα μαλλιά της ανεμιστά στις πλάτες, πόθον αισθανόμουν να τρέξω μαζί, να κολλήσω στρείδι απάνω της.

Τα μάτια της έβλεπαν για πρώτη φορά το καλοπλασμένο κορμί με το αχνό σαν ελεφαντοκόκκαλο δέρμα του. Ο κρουσταλλένιος λαιμός με τις γαλάζιες φλέβες του, τα μεστωμένα στήθη κ' οι στρογγυλοί λαγόνες της, έφερναν στο νου της ίδια τη Φύση με τους πύρινους χυμούς της.