United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν οι Ιστορικοί παραδέχουνταν πως το Βυζαντινό το Κράτος αρχίνησε το δρόμο του μαζί με τον Κωσταντίνο, αγάλι αγάλι παίρνοντας το χρώμα, το χαρακτήρα και τη γλώσσα του τόπου, ώσπου έγινε καθάριο ρωμαίικο, αντίς να σπάνουν τα κεφάλια τους πασκίζοντας να βρούνε σε τίνος Βασιλεία έπαψε να είναι ρωμαϊκό κι αρχίνησε να γίνεται ρωμαίικο, και πιο κοντά στην αλήθεια θα πήγαιναν κι από μεγάλη σύχυση θα μας γλύτωναν.

Άλλες βάρκες, μέσα στην αυγινή κάλμα, με τα πανιά κρεμασμένα, μάταια πασχίζανε να βρούνε τον καιρό, αργοσαλεύοντας εδώ κ' εκεί στη θανατερή γαλήνη, μακραίνοντας με ράθυμα κουπιά κατά τανοιχτά και καρτερώντας με λαχτάρα ένα καλόβολο σαγανάκι, μέσα στο πηγμένο πέλαγο.

Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε κατά την Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατί ήτανε πολλά καράβια, μ' εφτά καπεταναίους πολεμάρχους, έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν ύστερα να τους βρούνε. Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με το τούρκικο τ' ασκέρι ήταν μοναχοί ο Νικοτσάρας κι' ο Σταθάς.

Ποτέ δε θέλησα ναλλάξης κάτι μέσα σου για χάρη μου. Την ιδέα αυτή σου την έδωσε η αγάπη σου κι όχι εγώ. Κοίταξε μπροστά της σα να ψηλαφούσαν οι στοχασμοί της να βρούνε κάτι στο μακρινό περασμένο. — Νομίζω πως εσύ ήθελες να γίνω σαν εσένα, είπε. — Ποτέ, απάντησα, ποτέ δεν πεθύμησα τέτοιο πράμα. Ήθελα να μπορούσα να μιλώ μαζί σου για όλα όσα στοχαζόμουνα κ' αιστανόμουνα.

Κέπειτα μούπε: — Γιάειντα, παιδί μου, ήρθες; Για να με 'βρούνε κιάλλα βάσανα; Δε φτάνουν τα όσα 'χω συρμένα κιόσα σύρνω; — Ήμαθα πως είσ' αρρωσταρά. Ήθελες να μην ερθώ; Δίστασε ναποκριθή· έπειτα έβαλε προσπάθεια για να πη: — Δεν ήθελα... δεν έκανε ναρθής. Της έκοψε τη φωνή ο βήχας. Έπειτα είπε: — Ντα μπορώ 'γώ να θέλω ό,τι πεθυμώ;...Μα καλά ήκαμες, Γιωργή μου, κήρθες.

Κ' έτσι γλύτωσε η Αθήνα από την τρομερή τη σκλαβιά, και ξαναμπήκανε στη χώρα τους οι Αθηναίοι, και σαν έκαμαν όλες τις συνηθισμένες τιμές στο Βασιλικό το λείψανο, μαζευτήκανε σε Συνέλεψη, κι αποφασίσανε να μην ξανακάμουν πια Βασιλιά στην Αθήνα, γιατί κανένανε δεν μπορούσανε να βρούνε μεγαλόκαρδο σαν εκείνον που έχασαν.

Φυσικά τα έθνη και τα άτομα με τη γερή φυσική ματαιοδοξία, που είναι το μυστικό της υπάρξεως, μένουν πάντα με την εντύπωση πως γι' αυτούς μιλούν οι Μούσες, προσπαθούν πάντα να βρούνε στη γαλήνια αξιοπρέπεια της τέχνης της φαντασίας κάποιον καθρέφτη των θολωμένων παθών τους, ξεχνώντας πάντα ότι ο ψάλτης της ζωής δεν είναι ο Απόλλων, αλλά ο Μαρσύας.

ΑΓΓΕΛΟΣ Και τώρα έβδομος στην έβδομη την πύλη, ο ίδιος ο αδερφός σου, τι κατάρες λέει θα πω και τι κακά να βρούνε αυτή την πόλη° τα κάστρα μας αφού πατήση και της χώρας κηρυχθή βασιλιάς, της νίκης ν’ αλαλάξη παιάνα κ’ έπειτα να ’ρθή με σε στα χέρια κ’ ή να ποθάνη πλάι σου σκοτώνοντάς σε ή ζωντανό σου εκδικηθή την ατιμία της εξορίας του διώχνοντας όμοια και σένα.

Εσαστίζανε λοιπόν κ' ετρέχανε να πάρουν τάρματα κ' εφώναζαν τους αθώρητους εχτρούς· ως που παρακαλούσανε πάλι νάρθη η νύχτα για να βρούνε ησυχία σ' αυτή.

Εκείνη φίλησε τον Αγαθούλη και τον αδερφό της: οι δυο τους τη γριά: ο Αγαθούλης τις ξαγόρασε και τις δυο. Υπήρχε ένα μικρό χτήμα κει κοντά· η γριά πρότεινε στον Αγαθούλη να εγκατασταθούν εκεί, περιμένοντας ώσπου όλοι τους να βρούνε καλύτερη τύχη.